Η Χριστίνα Παπάζογλου και ο Αλμπέρτο Ματαλών συναντιούνται στη Θεσσαλονίκη το 1927. Είναι γείτονες και πηγαίνουν στο ίδιο σχολείο. Αυτά είναι και τα μοναδικά πράγματα που τους ενώνουν. Εκείνη είναι ανιψιά του μητροπολίτη της πόλης κι εκείνος γιος μιας εύπορης εβραϊκής οικογένειας.
Ο έρωτας που θα γεννηθεί μεταξύ τους μοιάζει καταδικασμένος. Στη Θεσσαλονίκη του μεσοπολέμου –ένα μωσαϊκό προσφύγων, φτωχολογιάς, αλλά και μιας πλούσιας, ανθηρής ισραηλιτικής κοινότητας– οι κανόνες της κοινωνίας και της θρησκείας δεν αφήνουν άλλο περιθώριο στο ζευγάρι παρά να ακολουθήσει διαφορετικούς δρόμους.
Από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα κι από κει στη μακρινή Βιέννη, ο Αλμπέρτο και η Χριστίνα γίνονται μάρτυρες των ταραγμένων στιγμών πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Κι όταν αυτός ξεσπάει, ό,τι ως τότε θεωρούνταν δεδομένο ανατρέπεται μέσα στη λαίλαπα των γεγονότων. Η Χριστίνα, ο Αλμπέρτο, ο Μπενίκο, η Νινόν, η Ρούλα και ο Αστέ- ρης θα κληθούν να αναμετρηθούν με τον εαυτό τους και τις πεποιθήσεις τους, αλλά και με όσα, σε πείσμα των καιρών, ποτέ δεν απαρνήθηκαν.
Ένα βιβλίο για μια πόλη, δυο κοινότητες και τους ανθρώπους που βρίσκονται αντιμέτωποι με τον εαυτό τους και την Ιστορία.
Η ΜΕΤΑΞΙΑ ΚΡΑΛΛΗ (ψευδώνυμο) γεννήθηκε στην Αθήνα το 1975. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα και στο Παρίσι. Τα τελευταία έξι χρόνια ζει μόνιμα στην Αθήνα, όπου εργάζεται ως νομικός. Από τις εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ κυκλοφορούν τα μυθιστορήματα της, με τίτλο ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ και Η ΑΓΑΠΗ ΦΟΒΟ ΦΕΡΝΕΙ.
Πολύ της μοδός έγινε τελευταίως η Θεσσαλονίκη. Μετά «το Νήμα» της Χίσλοπ και οι εγχώριοι τη θυμήθηκαν… (καλά μπορεί να την είχαν θυμηθεί και νωρίτερα αλλά τώρα σαν να έγινε ένα μπαμ…) Να, «Το διώροφο της Τσιμισκή», να «Οι ψίθυροι του Βαρδάρη», να το «Λίγες και μία νύχτες», να και το «Κάποτε στη Σαλονίκη»… Φαίνεται πως δεν μου έφτασε μόνο ο Ζουργός κι είπα να πάθω λίγο overdose Θεσσαλονίκης κι έτσι το ‘ριξα στο «Κάποτε στη Σαλονίκη» της Κράλλη. Το story classic love story… Νεαρός και νεαρά σ’έναν καταδικασμένο εξαρχής έρωτα… Εκείνη χριστιανή, ανηψιά του Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης… εκείνος Εβραίος από πλούσια εβραϊκή οικογένεια… Κι όλα αυτά με φόντο τη Θεσσαλονίκη από το 1924 όταν οι πρόσφυγες έχουν κατακλύσει την πόλη μέχρι την απελευθέρωση από τους Γερμανούς… Μια εικοσαετία πάνω – κάτω… Αν και οι βασικοί ήρωες είναι το ‘άνομο ζεύγος’ Αλμπέρτο – Χριστίνας, γύρω τους μια πλειάδα προσώπων που σηματοδοτούν τα ανθρώπινα δράματα της εποχής καθώς και ένα μεγάλο μέρος του κοινωνικο-ιστορικού γίγνεσθαι της εποχής (τι είπα πάλι!!!) Το στόρυ τοποθετείται μια χαρά στον τόπο και τον χρόνο κι έτσι παίρνεις και μερικές τζούρες της ιστορίας, της καθημερινότητας, των αγκυλωμένων πεποιθήσεων του τότε. Δεν έχω ξαναδιαβάσει βιβλίο της συγγραφέως για να κάνω σύγκριση, μου άρεσε όμως η γραφή της, μια χαρά στρωτή την βρήκα και δεν υπήρξε κάτι που να μου πετάξει τα μάτια όξω… Το βιβλίο είναι βιβλίο – τούβλον, και αν και λατρεύω τα βιβλία - τούβλα (αναφέρομαι στον όγκο και όχι στο περιεχόμενο), ομολογώ πως στην αρχή ήταν ολίγον αργό με πολλές λεπτομέρειες, ανούσιες ορισμένες φορές που δεν νομίζω πως προωθούσαν ιδιαίτερα την ιστορία. Βρήκα too much τις σελίδες που αφορούσαν στη φοιτητική ζωή των νέων στην Αθήνα όσο και αυτές στη Βιέννη. Αποτέλεσμα, να διαβάζω το βιβλίο, να μην βρίσκω ψεγάδια ιδιαίτερα (που ξέρετε τώρα πως τα ψάχνω για να τα κρεμάσω μετά στα μανταλάκια…) όμως το άφηνα πολύ ευχαρίστως στην άκρη για να κάνω κάτι άλλο… Από τότε όμως που ξεκινάει ο Δεύτερος Παγκόσμιος κι έρχονται κι οι Γερμανοί στη Θεσσαλονίκη, το βιβλίο αποκτά άλλη δυναμική και μπορεί να σε ξενυχτήσει… Το «Κάποτε στη Σαλονίκη» είναι ένα βιβλίο που αναφέρεται κυρίως στην εβραϊκή κοινότητα της πόλης και όχι εν γένει στην πόλη, οπότε είναι μία καλή αναγνωστική εμπειρία για όσους δεν ξέρουν πως κάποτε άκμαζε μια εβραϊκή κοινότητα στη συμπρωτεύουσα… Το τέλος ολίγον γρήγορον και απότομον… Η συγγραφέας όλους τους βόλεψε γρήγορα – γρήγορα (ούτε μέσο στο ελληνικό Δημόσιο ένα πράγμα!)… Ένα τέλος που θα μπορούσα κάλλιστα να κράξω, αφήνει όμως μια γλυκιά επίγευση όπως όλα τα αισθηματικο-ιστορικά βιβλία που σέβονται τον εαυτό τους, οπότε το αποδέχομαι… Θα μπορούσε ίσως να κόψει σελίδες από Αθήνα και Βιέννη και να προσθέσει λίγο μετά αλλά ποιο είμαι εγώ για να κρίνω τις επιθυμίες του δημιουργού;;; Τέλος, αν και θεωρητικά στο βιβλίο δεσπόζει ο έρωτας Αλμπέρτο – Χριστίνας, εγώ προτίμησα τον έρωτα Μπενίκο – Νινόν… Τον βρήκα πιο ρομαντίκ, πιο εξτραβαγκάν, πιο απελπισμένο, πιο στα όρια, πιο αγνό, πιο αληθινά δραματικό έρωτα βρε παιδί μου… Με τούτα και με τ’άλλα, πάλι σε ολόκληρο σεντόνι κατέληξα, ήρθε η ώρα ταραράμ!!! της βαθμολογίας… 8.5/10 Υ.Γ. Καλά εκείνη την Αλέγκρα (την αδελφή του Αλμπέρτο) που η ξινίλα της ήταν αντιστρόφως ανάλογη του ονόματος της (η χαρά της ζωής…) ούτε να την φτύσω… Readathon 2017: Ένα βιβλίο με περισσότερες από 700 σελίδες [21/80] http://skorofido.blogspot.gr/2017/05/...
Βρε καλό μου goodreads πότε επιτέλους θα βάλεις στις βαθμολογίες το μισό αστεράκι? Θα σώσεις κόσμο δεν το καταλαβαίνεις? Να ορίστε τώρα θα με κάνεις να γίνω σαν τους κριτές του καλλιτεχνικού πατινάζ που δίνουν δύο βαθμολογίες μία για το καλλιτεχνικό μέρος και μία για την εκτέλεση του προγράμματος. Αφού αρχικά δώσω τελική βαθμολογία στρογγυλεμένη στα 3 αστεράκια γιατί εκεί με κατάντησες goodreads (το ξαναλέω βάλε το μισό αστεράκι λέμε) εξηγούμαι πως προέκυψε. Ξέρετε με όσους τα λέμε παρέα καιρό από δω ότι τέτοια βιβλία σε μια εποχή της ζωής μου τα έφαγα με το κουτάλι και τα κατάπινα και αμάσητα και αμαρτίαν ουκ έχω μέχρι που μια στιγμή έγκωσα και ότι και να διάβαζα δε μου αρέσε και δε με συγκινούσε όπως στο παρελθόν. Παρόλο που αναγνωστικά πλέον κινούμαι σε εντελώς αντίθετα μονοπάτια πάντα κατά καιρούς γυρνάω σε αυτά με την ελπίδα ότι θα βρω ξανά ένα λόγο για να τα ξαναδιαβάσω γιατι μη με βλέπετε έτσι ξινούλα το θέλω το ρομάντζο μου κατά βάθος. Τα βιβλία της Κράλλη πάντα μου άρεσαν άλλωστε όπως και το μυστήριο που κρύβεται πίσω από τη συγκεκριμένη συγγραφέα-φάντασμα που κανείς δεν ξέρει ποια είναι. Αφου σας ζάλισα όμως πάμε να κάνουμε μια προσπάθεια να μιλήσουμε για το βιβλίο. Καλλιτεχνικά λοιπόν αν ημουν κριτης πατινάζ θα του έβαζα 3,5 αστεράκια. 3,5 αστεράκια για κάποια που σε ελληνικό βιβλίο μέχρι δύο το πολύ το λες και συντέλεια. Είχα καιρό να με συναρπάσει ένα βιβλίο τέτοιου ύφους και να περιμένω με αγωνία την συνέχεια και εξέλιξη της ιστορίας των ηρώων μας. Καραμπινάτο κλασσικό απαγορευμένο λαβ στόρυ μη φανταστείτε με αρκετές ιστορικές πινελιές (Μη βιάζεστε όλα αυτά τα έπαθα στην αρχή) αλλά για κάποιο λόγο η ιστορία αρχικά με τράβηξε σε σημείο που άρχισα να ανησυχώ ότι ξαναβρήκα το χαμένο μου ρομαντισμό. Όχι εντάξει μην φοβάστε δεν τον βρήκα τελικά. Και πάμε στο κομμάτι της εκτέλεσης όπου εκεί θα βάλω τα 2,5 αστεράκια εξου και στρογγυλοποιώ τη βαθμολογία στα 3. Ενώ λοιπόν στην αρχή όλα καλά και όλα ωραία θέλετε και από τη νιρβάνα των γιορτών, θέλετε με πιάσανε οι καλοσύνες μου η ιστορία με είχε ιντριγκάρει έρχεσαι κυρία μου και με ξενερώνεις. Οι συνεχόμενες ιστορικές και πολιτικές αναφορές που στην αρχή μου φάνηκαν ενδιαφέρουσες και ηταν σκιαγραφημένες με απόλυτο σεβασμό στην ιστορία άρχισαν να με κουράζουν σε βαθμό παρεξηγήσεως γιατί ένιωθα ότι άρχισα να χάνομαι μέσα στις σελίδες του βιβλίου. Έψαχνα με κόπο να βρω όλα εκείνα τα στοιχεία που με παρέσυραν στην αρχή της ιστορίας και ήταν άφαντα τα ρημαδιασμένα. Εντάξει πραγματικά η συγγραφέας κόπιασε σίγουρα για να συγκεντρώσει όλα αυτά τα στοιχεία και να φτιάξει την ιστορία της αλλά μερικές αναφορές ήταν τόσο μα τόσο περιττές που πραγματικά με κούρασαν από ένα σημείο και μετά. Ήθελα πίσω το γλυκανάλατο ρομάντζο που μου πάσαρες ωραία και όμορφα στην αρχή που μου το χάλασες και αυτό στην πορεία. Για να μην πω για το τέλος το οποίο μετα απο 700 και βάλε σελίδες ήταν το λιγότερο ξεπέτα. Τους βόλεψε όλους σε 3 σελίδες. Δηλαδή ήξερες να μας πρήξεις 700 σελίδες με τον εμφύλιο, το δεύτερο παγκόσμιο και δεν ήξερες να τελειώσεις όμορφα και ωραία και περιεκτικά την κεντρική ιστορία αγάπης? Και κλείνω λεγοντας για ακόμα μια φορά αγαπητο goodreads βαλε το μισο αστεράκι γιατι τωρα που με διαβάζω ξυπνησε ο κακός μου εαυτός και θέλω να βάλω 2,5 και μου χαλάς το ιματζ της βιτριολικής κακιασμένης αναγνώστριας με τα 3.
Μετά από σχεδόν δύο χρόνια συγγραφικής απουσίας, και ένα βιβλίο -βλέπε "Δεύτερη πράξη"- που δεν πήγε και τόσο καλά όσο τα δύο πρώτα της, εξαιτίας της διαφοροποίησής του στον τρόπο αφήγησής του, η μυστηριώδης και εξαιρετικά αγαπητή Μεταξία Κράλλη, επιστρέφει φέτος με ένα βιβλίο αρκετά διαφορετικό απ' αυτά που έχει συνηθίσει το κοινό της. Χωρίς ν' απαρνιέται πλήρως το μοτίβο που την καθιέρωσε, αλλά και χωρίς ν' αλλάζει δραματικά το ύφος της, δημιούργησε αυτή τη φορά μια αισθηματική ιστορία η οποία, όμως, εξελίσσεται με φόντο την Ελλάδα μιας άλλης εποχής, εκείνης του μεσοπολέμου και της κατοχής, που αν και θεωρητικά μακρινή από το σήμερα, έχει τόσες όμοιότητες με αυτό που ζούμε εμείς, που είναι σχεδόν τρομακτικό και σίγουρα, σε αρκετά σημεία, δυσβάσταχτο, αλλά με ένα τρόπο γοητευτικό, που σε παρασέρνει.
Η κεντρική ιστορία του βιβλίου αρκετά απλή, ίσως και ειπωμένη πολλές φορές, από την άποψη πως η σύγκρουση δύο κόσμων με φόντο έναν -θεωρητικά- αταίριαστο έρωτα, είναι κάτι που έχει εμπνεύσει πολλάκις τη λογοτεχνία ανά τους αιώνες. Ωστόσο, η κυρία Κράλλη καταφέρνει να μας συγκινήσει και να μας κάνει να δεθούμε με το δράμα της Χριστίνα και του Αλμπέρτο και το σημαντικότερο, χωρίς να καταφεύγει, ούτε για μια στιγμή, σε φτηνούς και ύπουλους μελοδραματισμούς, που μοναδικό σκοπό θα είχαν να εκβιάσουν τα συναισθήματα των αναγνωστών. Αντίθετα, μέσα από τα ψυχογραφήματα των χαρακτήρων της και την ανάπτυξη αυτών, γινόμαστε μάρτυρες μιας αγάπης βαθιά αληθινής και δυνατής, αλλά και του ξεδιπλώματος δύο ψυχών που δεν επιθύμησαν ποτέ τίποτα άλλο από το να είναι ελεύθεροι να ζήσουνε μαζί, δημιουργώντας νέα ζωή και δίνοντας ελπίδα σ' έναν τόπο που συνεχώς βασανίζεται από δεινά που μοιάζουν ατελείωτα.
Όσον αφορά το ιστορικό κομμάτι της αφήγησης, είναι εμφανές πέρα για πέρα, πως η συγγρα��έας έχει πραγματοποιήσει εξονυχιστική έρευνα της εποχής που πραγματεύεται το μυθιστόρημά της, με την ίδια να αναφέρεται στα σημεία, εξαιρετικά έντεχνα, σε μικρές λεπτομέρειες που αν και δεν παίζουν φαινομενικά μεγάλο ρόλο στις εξελίξεις, τονίζουν στην πραγματικότητα την σοβαρότητα με την οποία αντιμετώπισε το εγχείρημά της αυτό. Σκοπός της, και αυτό φαίνεται ξεκάθαρα, δεν ήταν απλά να τοποθετήσει τη δράση της δικής της ιστορίας στο φόντο της Ιστορίας της μεσοπολεμικής Ελλάδας, αλλά να την κάνει κι αυτή πρωταγωνίστρια στην εξέλιξη του δράματος. Και το πέτυχε, με έναν τρόπο μοναδικό και ανεπανάληπτο, που μπορεί κάπου μέσα μας να μας πληγώνει με την αλήθεια του, αλλά που είναι παραστατικός, περιγραφικός και κυρίως, ειλικρινής.
Και μπορεί ο όγκος του βιβλίου να είναι μεγάλος, όμως πιστέψτε με, δεν καταλαβαίνεις πως φεύγει η μία σελίδα μετά την άλλη, ούτε το πως βυθίστηκες τόσο βαθιά στον μοναδικό αυτό κόσμο. Η αφήγηση έχει νεύρο, έντονο, σταθερό ρυθμό, ενώ η δραματουργία είναι πλεγμένη τόσο περίτεχνα που σε γοητεύει με την ευφυΐα της. Παράλληλα, η παραστατικές και άκρως ζωντανές περιγραφές, τόσο της Θεσσαλονίκης, όσο και της Αθήνας μιας άλλης εποχής, μας ταξιδεύουν πίσω στο χρόνο και μας κάνουν να αισθανόμαστε πως περιδιαβαίνουμε μαζί με τους ήρωές μας στα στενά και τα σοκάκια εκείνα που είναι ποτισμένα με τη θύμηση ιστοριών που μπορεί ποτέ να μην ειπωθούν, αλλά που δεν θα λησμονηθούν από εκείνους που τις έζησαν, αφήνοντας ακόμα και μετά που θα έχουν φύγει, κάτι από την καρδιά και την ψυχή τους εκεί πέρα. Και ναι, ο συνδυασμός όλων αυτών, το δίχως άλλο, μας οδηγούν στο ασφαλές συμπέρασμα πως η Μεταξία Κράλλη επέστρεψε δυναμικά και μάλιστα, βρίσκεται στην καλύτερη και πιο ώριμη στιγμή της.
Η κυρία Κράλλη, έστω και υπογείως, δεν διστάζει να ασκήσει μέσα από το έργο της αυτό, κοινωνικοπολιτική κριτική, τόσο στην Ελλάδα του τότε, όσο και στην Ελλάδα του σήμερα, που αν και προχωράει μπροστά, τα βήματά της φαίνεται να την οδηγούν όλο και πιο γρήγορα προς τα πίσω. Καλώς ή κακώς, ο άνθρωπος συνδέεται άμεσα με την κοινωνική κι εθνική ταυτότητα που του κληρονομείται, και το να αποδεσμευτεί απ' αυτές είναι δύσκολο, απαιτεί αγώνα και θυσίες, μα πάνω απ' όλα απαιτεί, ο καθένας από εμάς, να κοιτάξει βαθιά μέσα στην ψυχή του και ν' αναρωτηθεί: "ποιος πραγματικά είμαι;" Και ανάμεσα σε προβληματισμούς και σκληρές αλήθειες, ο έρωτας, η αγάπη, ανθρώπινα συναισθήματα που δεν μπορεί να τα ορίσει κανένας νόμος και κανένας κανόνας, παρά μονάχα τα θέλω της καρδιάς. Και ταξιδεύοντας στη Σαλονίκη του τότε και περνώντας μέσα από θάλασσες δυσκολιών και αντιξοοτήτων, φτάνουμε στο λιμάνι εκείνο που αν και το χτυπάει αλύπητα το κύμα, στέκει δυνατό και προσμένει. Αντέχει και ελπίζει. Αγαπά για πάντα και τελικά, αυτό, ίσως να είναι αρκετό.
Με το πρώτο της βιβλίο, μου κίνησε το ενδιαφέρον (και το κέρδισε), με το δεύτερο (και παρά τα αρνητικά σχόλια ότι αποτελούσε αντιγραφή δημοφιλούς τηλεοπτικής σειράς, στοιχείο που δεν με ενόχλησε προσωπικά καθόλου), επανήλθε ακόμα πιο δυναμικά, το τρίτο το βρήκα υποδεέστερο των δύο πρώτων, αν και μου άρεσε, με το τέταρτο όμως βιβλίο της, το οποίο είναι διαφορετικό από τα τρία προηγούμενα, και ανατρέχει σε άλλες εποχές, ιστορικά κρίσιμες, ταραγμένες, δύσκολες για την Ελλάδα, και ουσιαστικά μεταπηδώντας από το σύγχρονο κοινωνικό/αισθηματικό μυθιστόρημα στο κοινωνικο-ιστορικό είδος, η Μ. Κράλλη, αποδεικνύει πλήρως τη συγγραφική της δεινότητα. Στηριγμένο σε ιστορική έρευνα, ναι μεν μένει πιστή στο ιστορικό πλαίσιο, τις συνθήκες, τα γεγονότα, την ατμόσφαιρα, τις ταξικές και κοινωνικές διαφορές και ανισότητες, τις προκαταλήψεις αιώνων που προκλήθηκαν από την συμβίωση πολλών και διαφορετικών εθνών (με κυρίαρχο στοιχείο της διαφορετικότητας, τη θρησκεία, ως συνεκτικό παράγοντα των ομόθρησκων σε όλες τις εκφάνσεις της κοινωνικής και προσωπικής ζωής, αλλά και τα πολιτικά "πάθη", που την περίοδο του Μεσοπολέμου, όχι μόνο δεν αμβλύνθηκαν, αλλά αντίθετα οξύνθηκαν, με την παρείσφρυση παραγόντων και την επίδραση συγκυριών, που εκτείνονταν πέραν του ελληνικού χώρου) που αναμφίβολα παρουσίαζε η Θεσσαλονίκη εκείνη της περιόδου (τόσο μεσοπολεμικά και κατά την γερμανική κατοχή), χωρίς όμως να επιβαρύνει με περιττά στοιχεία την μυθοπλασία της, αντίθετα μπορώ να πω ότι εντυπωσιάσθηκα από την καίρια επισήμανση και εύστοχη τοποθέτηση αυτών των στοιχείων στην εξέλιξη της βασικής πλοκής του βιβλίου. Το ερωτικό/αισθηματικό ύφος είναι σημαντικό στην αφήγηση, πολύ περισσότερο που αυτή εσιτάζεται στην (σχεδόν) καθολική άρνηση και αμφισβήτηση μίας σχέσης μεταξύ αλλοθρήσκων, στην εξέλιξή της και στην κατάληξή της, αλλά ωστόσο και αυτό το στοιχείο, δεν είναι μονόπλευρο (δηλαδή δεν περιορίζεται μόνο στη σχέση Χριστίνας και Αλμπέρτο), αφού ο πολυπρόσωπος χαρακτήρας του μυθιστορήματος (και ο όγκος του επίσης), επιτρέπει (κατά κάποιο τρόπο) στον αναγνώστη να γνωρίσει και άλλες σχέσεις, εξίσου δυνατές και έντονες, που εκτυλίσσονται παράλληλα με το κυρίως θέμα. Στα συν του βιβλίου επίσης, οι ζωντανοί διάλογοι, η λιτότητα στην έκφραση και η αποτύπωση χωρίς εξιδανικεύσεις, ή, αντίθετα χωρίς μελοδραματισμούς, του τρόπου αντίδρασης των κατοίκων της πολυφυλετικής Θεσσαλονίκης, στη γερμανική κατοχή, που κυμαίνεται από το φόβο, την αγωνία, την αντίσταση έναντι του κατακτητή με απροσμέτρητο κίνδυνο έως το δοσιλογισμό και την εθελοτυφλία. Είχα βέβαια την αίσθηση ότι μία "ελαφρά" ...μονομέρεια υπήρχε, δεν θα αναφέρω τίποτε παραπάνω, διότι είναι καθαρά υποκειμενική η εκτίμησή μου. Τούτο το τελευταίο δεν επηρεάζει καθόλου την άποψή μου για το βιβλίο, το οποίο στο σύνολό του, το βρήκα συναρπαστικό, πολύ περισσότερο που η δημιουργός του αν και παραμένει άγνωστη στο ευρύ κοινό (με ότι αυτό μπορεί να σημαίνει, για την προώθηση των έργων της), ωστόσο δεν δίστασε να δοκιμασθεί σε ένα άλλο είδος, πιο δύσκολο κατά τη γνώμη μου. Δεν θα εκπλαγώ δε καθόλου, αν το "Κάποτε στη Σαλονίκη" έχει και συνέχεια, δεύτερο μέρος δηλαδή, με δεδομένο το γεγονός, ότι ορισμένες ....επιμέρους ιστορίες, έμειναν λίγο "μετέωρες"......Οπως και να έχει πάντως, είναι θετικό και ευοίωνο το γεγονός, ότι η δημιουργός απέδειξε ότι μπορεί και να βελτιώνεται και να εξελίσσεται με την πάροδο του χρόνου, έχοντας όχι μόνο τις ικανότητες αλλά και την έμπνευση που την καθοδηγεί.
Είχα διαβάσει τα δύο πρώτα βιβλία της συγγραφέως και μου άρεσαν, οπότε ήξερα πάνω κάτω ότι και αυτό θα μου αρέσει. Δεν ήξερα όμως πόσο!!!!!!!! Ξετρελάθηκα. Είχα να νιώσω τέτοια ηδονή διαβάσματος, από τότε που διάβασα το "Πριν έρθεις εσύ". Δεν μπορούσα να ξεκολλήσω. Είναι ένα εξαιρετικό βιβλίο σε όλα του. Η γραφή, απλή, όμορφη, γλυκιά, συναισθηματική. Οι περιγραφές, έντονες, περιγραφικές, τόσο που ένιωθες ότι ήσουν κάπου εκεί. Εικόνες, ύφος, ατμόσφαιρα, έρωτας, μίσος, διχόνοια, πατριωτισμός, πόλεμος, πείνα, δυστυχία. Όλα αυτά όσο έπρεπε. Παρ όλο που όλα εξελίσσονται στον πόλεμο, τα βάσανα και η δυστυχία δεν σε πνίγουν. Όπως δεν σε πνίγουν και τα ιστορικά γεγονότα της εποχής. Είναι από τα καλύτερα ελληνικά βιβλία που έχω διαβάσει τα τελευταία χρόνια. Μπράβο στη συγγραφέα. Χίλια μπράβο. Κάτι τέτοια βιβλία διαβάζεις και σκέφτεσαι ότι ευτυχώς υπάρχει ακόμη η καλή ελληνική λογοτεχνία.
Χριστίνα Παπάζογλου και Αλμπέρτο Ματαλών. Χριστιανή, ανηψιά μητροπολίτη εκείνη και Εβραίος, γιος εμπόρου εκείνος. Δυστυχώς ερωτεύονται. Στη Θεσσαλονίκη της δεκαετίας του 1920. Αυτή είναι η ιστορία τους. Κάποτε στη Σαλονίκη λοιπόν.....
Πρόκειται για ένα παχουλό βιβλίο 742 σελίδων, γεμάτο ιστορικά γεγονότα, ερωτικές σχέσεις, ανθρώπους και οικογένειες. Μια ιστορία με πολλές παράλληλες προεκτάσεις και αφηγήσεις που με ταξίδεψε από την πρώτη ως την τελευταία σελίδα. Έκλεισα το βιβλίο συγκινημένος, όχι τόσο από το ρομαντικό φινάλε όσο από την επιτυχημένη ολοκλήρωση αυτού του χρονικού. Το «Κάποτε στη Σαλονίκη» είναι ένα λυρικό, τεκμηριωμένο, καλογραμμένο σύνολο ονομάτων, γεγονότων και περιστατικών που συνθέτουν την πόλη και τον πληθυσμό της Θεσσαλονίκης. Και τώρα που ήρθε η δύσκολη στιγμή να καταθέσω την άποψή μου σε ένα άψυχο χαρτί διστάζω. Όταν καταγράφω τις σκέψεις μου για ένα μυθιστόρημα που μου άρεσε είναι σα να το αποχαιρετώ, γιατί εξωτερικεύω τον συναισθηματισμό μου και δημοσιοποιώ τις αλλαγές που υπέστη ο εσωτερικός μου κόσμος διαβάζοντάς το και ολοκληρώνοντάς το. Κανείς δεν είναι ίδιος όταν κλείνει ένα αγαπημένο βιβλίο. Έτσι κι εγώ. Ακόμη περισσότερο, που στη Σαλονίκη της κυρίας Κράλλη διάβασα για πρόσωπα και πράγματα που συνάντησα και σε άλλα παρόμοιας θεματολογίας μυθιστορήματα, επομένως φοβάμαι πως δε θα βρω τον σωστό τρόπο να προβάλω το συγκεκριμένο όπως του αξίζει και όπως του πρέπει. Θα αναφερθώ στα ίδια κοσμητικά επίθετα, θα αγκαλιάσω την εποχή που μου αναπαρέστησε η συγγραφέας με τον ίδιο τρόπο και ίσως τελικά γράψω άλλη μια κριτική ανάμεσα στις τόσες. Αυτό με φοβίζει. Γιατί το «Κάποτε στη Σαλονίκη» δεν είναι άλλο ένα μυθιστόρημα στα τόσα και ίσως να μη φανώ αντάξιός του.
Η Χριστίνα είναι κόρη προσφύγων από τη Σμύρνη και τελευταίος σταθμός στη ζωή της και της μητέρας της είναι η Θεσσαλονίκη του 1927. Δυο γυναίκες απροστάτευτες, μετά τον χαμό του πατέρα στην απέναντι ακτή, βρίσκουν θαλπωρή και συμπόνια υπό τη σκέπη του σεβαστού, ευρύνοος μητροπολίτη Άνθιμου. Η Χριστίνα ξεκινά ως «όχι ένα παιδί αλλά μια μαυροφορεμένη κοπέλα που φαινόταν να ’χει ζήσει έναν αιώνα» (σελ. 16). Είναι μια ολοκληρωμένη προσωπικότητα που οι καταστάσεις την ωρίμασαν νωρίτερα από το φυσιολογικό. Αφοσιωμένη στο διάβασμα, συνετή και προσγειωμένη, σταδιακά εγκολπώνει τις κοινωνικές και θεσμικές αλλαγές γύρω της, με αποτέλεσμα να αρχίζει να διεκδικεί πράγματα και να υποστηρίζει τις επιθυμίες της. Και δε σκέφτεται παράλογα ούτε απαιτεί ανεδαφικά αιτήματα. Όπως λέει χαρακτηριστικά η ίδια, «έχει το δικαίωμα να ορίζει τη ζωή της. Δεν μπορεί όμως να κλείσει τις πληγές από τον βίαιο εκπατρισμό της» (σελ. 185). Ακριβώς τη στιγμή που νιώθει πως δεν ανήκει πουθενά, έρχεται ο Αλμπέρτο να της δώσει μια νέα πνοή και προοπτική στην καθημερινότητά της. Πρόκειται για έναν άντρα που της τονίζει έμπρακτα πως ανήκει στη Θεσσαλονίκη και την καρδιά του.
Ο Αλμπέρτο Ματαλών είναι γιος του Ισαάκ ή Ίζο, καπνέμπορου και ιδιοκτήτη εργοστασίου! Έχει άλλες τρεις αδερφές, την αυστηρή Αντέλ, την καλόκαρδη Αλίν και τη στριφνή Αλλέγκρα. Η Αντέλ και η Αλίν σύντομα παντρεύονται, οπότε εμφανίζονται μαζί με τους συζύγους τους ενώ η κόρη της Αλίν, Νινόν, θα παίξει έναν από τους ωραιότερους για μένα ρόλους στην ιστορία. Η οικογένεια Ματαλών είναι μέλη της ανώτερης τάξης της πολυπληθούς ισραηλίτικης κοινότητας της Θεσσαλονίκης, ιταλικής υπηκοότητας εδώ κι έναν αιώνα, μιας και η οικογένειά τους εκτοπίστηκε από την αρχική πατρίδα τους, την Ισπανία και μέσω Ιταλίας δοκίμασαν την τύχη τους στην Ελλάδα, όπου ρίζωσαν. Ο Αλμπέρτο είναι ο κλασικός νεαρός άντρας που ερωτεύεται για πρώτη φορά οπότε ερωτεύεται δυνατά, πάντως η προσωπικότητά του επίσης συγκεντρώνει αρκετές αρετές, όχι τόσες που να φανούν υπερβολικές για έναν άνθρωπο, όσες απαιτούνται όμως για να γίνει αντικείμενο συμπάθειας από τον αναγνώστη και αγάπης από τη Χριστίνα.
Και να ο έρωτας που ξεπηδάει μέσα από τις στιγμές και τις συγκυρίες. Και τώρα; Εδώ ακριβώς είναι ένα από τα μεγαλύτερα πλεονεκτήματα του μυθιστορήματος: τα παιδιά γνωρίζουν τα εμπόδια του έρωτά τους αλλά δεν μπορούν ν’ αντισταθούν. Δυστυχώς οι εξελίξεις οδηγούν σε μια μεγάλη ανατροπή, σε μια κορύφωση της αφήγησης, και η συνέχεια της ιστορίας είναι οι σταγόνες από τα απόνερα του χαμού που ακολούθησε. Αναρωτιέμαι: θα ήταν καλύτερο να διαβάσω άλλη μια ιστορία με εκατομμύρια εμπόδια και αναβολές ως το τελικό σμίξιμο ή να αποδώσω εύσημα στην κυρία Κράλλη που προτίμησε να στρέψει αλλού το κείμενό της, μακριά από πεπατημένες ατραπούς και χιλιομασημένες τροφές; Διότι η ιστορία τινάζεται στον αέρα πολύ νωρίς συγκριτικά με το υπόλοιπο βιβλίο και οι πρωταγωνιστές, φορείς του αβάσταχτου λάθους που κουβαλάνε, συνεχίζουν να κάνουν παράλληλες ζωές ενώ γύρω τους συγγενείς και φίλοι ενηλικώνονται, παντρεύονται, τεκνοποιούν, συμμετέχουν στην Ιστορία. Ίσως αν οποιοσδήποτε άλλος συγγραφέας προτιμούσε αυτήν τη λύση, ίσως να γέμιζε σελίδες επί σελίδων με άσχετα ή αδύναμα ως προς την περιγραφή και τους συνεκτικούς δεσμούς με το σύνολο της πλοκής περιστατικά που θα με ανάγκαζαν να ξεφυλλίζω βαριεστημένος το βιβλίο. Εδώ όμως δεν υπάρχει ούτε μία λέξη περιττή. Κι όταν στην αρχή έκανα το λάθος να προσπεράσω ελάχιστα σημεία, η συνέχεια της ιστορίας μου φαινόταν ελλιπής κι αναγκαζόμουν να επιστρέψω στην αρχή ώστε να καταλάβω τι συνέβη.
Η γραφή της κυρίας Κράλλη είναι εξαιρετικά προσεγμένη και στιβαρή. Έχει ένα στυλ διαφορετικό, προσωπικό, ξέρει να αυξομειώνει επικίνδυνα τα αισθήματα και την πλοκή των βιβλίων της, μόνο που εδώ τα κατάφερε πολύ καλύτερα από κάθε προηγούμενο κείμενό της. Δεν είναι μόνο που καταφέρνει να καλύψει χρονικές περιόδους μέσα σε μία και μόνη παράγραφο, περιγράφοντας έντονα συναισθήματα ή αποδίδοντας διαχρονικά μηνύματα αλλά έχει τη δυνατότητα να στήνει ολόκληρους μικρόκοσμους μπροστά στα μάτια του αναγνώστη, σαν ένα πολύχρωμο Viewmaster. Υπάρχουν αρκετές σκηνές όπου διαδραματίζεται ένα κρίσιμο συμβάν σε πρώτο πλάνο ενώ στο βάθος ένας δευτερεύων εκείνη τη στιγμή χαρακτήρας στο φόντο θα κάνει κάτι σχετικό με τη δουλειά του ή τον χαρακτήρα του, π. χ. την ώρα που κάποιοι συζητούν για ένα σοβαρό θέμα, εμφανίζεται πίσω τους ο μαθητευόμενος Νίκο που μεταφέρει τις φρεσκοτυπωμένες εφημερίδες στον πράκτορα. Για να μην αναφερθώ στους κινηματογραφικούς διαλόγους και στα μικρά πρωθύστερα που εμφανίζονται σε μία και μόνη σελίδα, δίνοντας έτσι ζωντάνια και ενάργεια στο μυθιστόρημα.
Έτσι λοιπόν η Χριστίνα σπουδάζει γιατρός στη Βιέννη κι ο Αλμπέρτο μηχανικός στην Αθήνα. Οι ζωές τους είναι γεμάτες εμπειρίες, ανθρώπους, πράγματα πρωτόγνωρα ενώ η Ιστορία αμείλκτη τους κατασκοπεύει για να τους προλάβει ή να ντύσει τα ελάχιστα ψήγματα χαράς τους με μαύρα κρέπια. Εδώ πια η συγγραφέας πλημμυρίζει το κείμενό της με πάμπολλα ανθρώπινα περιστατικά και πολύ σημαντικές εξελίξεις της εποχής: η μεγάλη απεργία του 1936, η άνοδος του Χίτλερ, η δικτατορία του Μεταξά, η άνοδος του κομμουνισμού που ονειρεύεται έναν νέο δίκαιο κόσμο για όλους οπότε καιροφυλακτεί να εκμεταλλευτεί τα γεγονότα, ο αναπόφευκτος Δεύτερος Παγκόσμιος πόλεμος με το Ολοκαύτωμα των Εβραίων και το άδειασμα της πόλης και τόσα άλλα. Κάθε χαρακτήρας της αφήγησης και μια διαφορετική προσωπικότητα: ο Αστέρης που παντρεύεται τη Ρούλα από προξενιό και η αγάπη τους αρχίζει να χτίζεται πάρα πάρα πολύ αργά (μια από τις καλύτερα αναπτυγμένες ιστορίες αγάπης!), ο Μπενίκο που αγαπάει την πάμπλουτη Νινόν και προσπαθεί να υπερκεράσει τα ταξικά εμπόδια, ο Μίκης που ανακατεύεται με την ανερχόμενη τότε Εθνική Ένωση Ελλάς («που οραματιζόταν μια νέα τάξη πραγμάτων χωρίς να ξεκαθαρίζουν τι ακριβώς εννοούν αλλά βαδίζανε ολοκάθαρα στα ίχνη του Μουσολίνι») και με τη γερμανική Κατοχή δείχνει ένα τόσο λαομίσητο πρόσωπο που με ανατρίχιασε, άνθρωποι που φυτοζωούν και ζηλεύουν τους πάμπλουτους Εβραίους που τους τρώνε τις περιουσίες ενώ αυτοί ήρθανε διωγμένοι από τη Μικρά Ασία (εδώ βρίσκει σπόρο ο κομμουνισμός και βλασταίνει) και γύρω από αυτούς η γεροντοκόρη Αλλέγκρα.
Η αδερφή του Αλμπέρτο Ματαλών είναι μια κλειστή και ρομαντική φύση που μετά από μια ατυχή μονόπλευρη ερωτική έλξη κατάντησε μονόχνωτη και νευρασθενική ενώ η φήμη της ως αρρωστιάρας και ιδιόρρυθμης είχε ως αποτέλεσμα να μείνει ανύπαντρη στην «απελπιστική ηλικία» των 27 χρόνων! Η Αλλέγκρα λοιπόν βαδίζει άνετα στα χνάρια της Ελίζας από την Κάντυ Κάντυ, της Σίλα Κάρτερ από τα Ατίθασα Νιάτα και της Σάντρας από τη Λάμψη. Είναι όμως ακριβώς η δύναμη της συγγραφέως που την εμποδίζει να καταντήσει γραφική και να προβεί σε αναμενόμενα υπερβολικές πράξεις που κάλλιστα θα συναντούσε κανείς σε τέτοιες ιστορίες. Θα μπορούσε να δημιουργεί σοβαρά προβλήματα στη ζωή του αδερφού της ή να καταφεύγει σε ακρότητες, βουτηγμένη στο μίσος και την κακία της για την ευτυχία των άλλων. Έτσι, η Αλλέγκρα της κυρίας Κράλλη κάνει πολλές απονεννοημένες πράξεις, οι συνέπειές τους όμως δημιουργούν «απλώς» προσκόμματα και κάποιες αναταράξεις. Αυτή η αξιοπρεπής, στρυφνή γυναίκα δεν τιμωρήθηκε όπως το περίμενα, η ακριβοδίκαιη συγγραφέας όμως της επεφύλασσε ένα διαφορετικό φινάλε που ήταν η καλύτερη «ανταμοιβή» της.
Επομένως τι διαπραγματεύεται το «Κάποτε στη Σαλονίκη» και τι καταγράφει ως χρονικό των κατοίκων της Θεσσαλονίκης, εκτός από τον κεντρικό ιστό της αφήγησης, που είναι ο απαγορευμένος έρωτας του Αλμπέρτο και της Χριστίνας; Η ιστορία κινείται σε έναν εξισορροπητικό άξονα μεταξύ των διαφορετικών εκφάνσεων της γυναίκας: της υποταγμένης και της ανεξάρτητης. Από τη μια έχουμε την αυτόβουλη Χριστίνα, που έτυχε να συναναστρέφεται μητροπολίτη, που αν και ιερωμένος είχε ευρύτατη αντίληψη των γεγονότων και των συνθηκών γύρω του, κι από την άλλη, η πλούσια αστική τάξη αδημονούσε να παντρέψει τις κόρες της με όσο γίνεται καλύτερα προικισμένους γαμπρούς.
Στο βιβλίο λοιπόν παρουσιάζεται η Ελληνίδα γυναίκα των αρχών του 20ού αιώνα: η υποταγμένη, άβουλη και υπάκουη, απότοκο συμπεριφοράς του 19ου αιώνα και ταυτόχρονα η γυναίκα που ορίζει μόνη της τη ζωή της χωρίς να καταφεύγει σε ακρότητες σουφραζετών. Δεν είναι κακό η γυναίκα να σπουδάζει, να κάνει αυτό που επιθυμεί στη ζωή της, χωρίς αυτό να σημαίνει πως στον έρωτα είναι εξίσου ελεύθερη, μιας και η Χριστίνα ειδικά έπρεπε να ξεσπάσει ο πόλεμος για να έρθει αντιμέτωπη με αυτά τα κατεστημένα και να παρασυρθεί σε έναν ολοκληρωμένο έρωτα χωρίς γαμήλιο στεφάνι! Τότε με τον πόλεμο τα πράγματα ήταν αλλιώς, οι άνθρωποι δεν ήξεραν αν θα ξημερωθούν καν, επομένως το πιο ισχυρό κίνητρο για ως τότε «αδιάντροπες» πράξεις ήταν το «ας ζήσουμε το τώρα». Γι’ αυτό λοιπόν το ταμπού που διαπραγματεύεται η συγγραφέας είναι απόλυτα ταιριαστό με τα γεγονότα και δεν εμφανίζει τη Χριστίνα ούτε ελαφρών ηθών ούτε εντελώς διαφορετική με τα αρχικά πιστεύω και τις καταβολές της. Επίσης, δεν είναι τυχαίο που η πρωταγωνίστρια σπουδάζει ένα κατεξοχήν αντρικό και δύσκολο επάγγελμα, την ιατρική, όπου στο πανεπιστήμιο οι μισές φοιτήτριες ήταν παντρεμένες, ως απαράβατος όρος των οικογενειών τους! Ακόμη χειρότερα, όταν ξέσπασε ο πόλεμος, η πατρίδα που είχε ανάγκη από γιατρούς προτιμούσε να στρατολ��γεί άρρενες ιατρούς ενώ τις γυναίκες τις υποβίβαζε σε απλές νοσοκόμες! Τουλάχιστον εξοργιστικό και κοντόφθαλμο από μεριάς της πατρίδας!
Μου άρεσε πολύ η τεκμηριωμένη ματιά της κυρίας Κράλλη ως προς τα αίτια και τις συνθήκες στις οποίες γεννήθηκε και βρήκε πρόσφορο έδαφος ο κομμουνισμός, γιατί δεν περιγράφονταν μόνο οι κατάλληλες συνθήκες που ρίζωσαν στις καρδιές πολλών απελπισμένων και αδικημένων αλλά και πολλά γεγονότα και στάσεις ζωής προοιωνίζονταν τον μεταγενέστερο Εμφύλιο! Οι ήρωες είναι ξεκάθαροι ως προς τα πιστεύω τους, μάχονται, διεκδικούν, συμμετέχουν, παλεύουν, εξορίζονται, τιμωρούνται, ειδικά μόλις εδραιώνεται ο Μεταξάς. Κι όλα αυτά τόσο εύληπτα, με τόσο άριστα επελεγμένα παραδείγματα-προσωποποιήσεις που δε χόρταινα να διαβάζω.
Είσης, με μια φράση κατάλαβα τη διαφορά μεταξύ Ευρώπης και Αμερικής όταν σε μια επιστολή διαβάζω την πρόταση: «Το μέλλον είναι ζυμάρι εδώ, ενώ στην Ευρώπη είναι πέτρα» (σελ. 324). Κι αυτή η πέτρα συνέθλιψε εκατομμύρια Εβραίους, εκτελώντας τους άδικα των αδίκων στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Στο κείμενο είναι ανάγλυφη η ανατριχίλα όσων άκουγαν γι’ αυτές τις φήμες, γιατί πριν μπουν οι Σύμμαχοι στα στρατόπεδα ήταν μόνο φήμες. Άλλη μια εύφημο μνεία θα αποδώσω στην κυρία Κράλλη για τον τρόπο που χειρίστηκε τις μαζικές εκτοπίσεις των Εβραίων της Θεσσαλονίκης, τάχα μου για μια σκληρά εργαζόμενη ζωή στην Πολωνία. Δε γέμισε σελίδες στο ήδη βεβαρυμένο μυθιστόρημά της περιγράφοντας κι άλλα περιστατικά σαν αυτά που ήδη ξέρουμε σχεδόν όλοι, αντιθέτως, με μια καταπληκτική παράγραφο, γεμάτη ενάργεια και συγγραφική τόλμη, γεφύρωσε το ταξίδι από την άνετη ζωή στη συμπρωτεύουσα στον αδόκητο θάνατο στους θαλάμους αερίων μέσω ενός και μόνο χαρακτήρα, στον οποίο συμπύκνωσε εκείνη τη στιγμή όλο το πανανθρώπινο περιεχόμενο του βιβλίου της (σελ. 644)! Από τα λαμπρότερα παραδείγματα σύγχρονης γραφής που μπορώ ανενδοίαστα να προβάλω.
Γράφω, γράφω, γράφω γι’ αυτό το βιβλίο και πάλι νιώθω πως δεν έχω αναφερθεί σε όλα όσα θέλω. Μίλησα για τη μοναξιά των ηλικιωμένων, που κι αυτή στόλισε μία και μόνη παράγραφο: «Καταλάβαινε ότι οι ηλικιωμένοι έχουν την ανάγκη να μιλάνε και κάποιος να τους ακούει. Συνδυασμός της μοναξιάς τους, των πολλών αναμνήσεων που κουβαλούν και του φόβου τους μήπως αυτές χαθούν μαζί με τους ίδιους» (σελ. 390); Έγραψα για τον συνεκτικό δέσμο που ένωνε τότε τις φτωχές γυναίκες με τα μωρά που βύζαιναν στα ορφανοτροφεία επί πληρωμή; Μίλησα για τα όνειρα της ανθρωπότητας που καταστράφηκαν από τους στυγνούς εκμεταλλευτές των περιστάσεων; Για τον σκοταδισμό επί Μεταξά; Για τις λαμπρές σελίδες Εθνικής Αντίστασης που σκιαγραφούνται αδρά;
«Κάποτε στη Σαλονίκη» έζησαν ένας Εβραίος και μια χριστιανή. Ο έρωτάς τους είναι η αφορμή να μας αφηγηθεί η Θεσσαλονίκη την ιστορία της από τον Μεσοπόλεμο ως την Απελευθέρωση. Κι είναι πολύ τυχερή αυτή η πόλη, γιατί την άκουσε προσεκτικά η κυρία Μεταξία Κράλλη. Ένας άντρας, μια γυναίκα και μια πόλη. Αυτή είναι η ιστορία τους.
http://stonasterismotouvivliou.blogsp... Το "Κάποτε στη Σαλονίκη", λοιπόν, δικαιώνει την αποχή της Κράλλη από τα συγγραφικά δρώμενα, καθώς το διάστημα αυτό εκκόλαψε ένα σπουδαίο έργο, φανερώνοντας τη διάθεσή της να ξεφύγει από το αμιγώς αισθηματικό πλαίσιο, χωρίς όμως να το απαρνηθεί. Αντιθέτως, τώρα το συναίσθημα εμπλουτίζεται με ηθογραφικά στοιχεία μιας νοσταλγικής εποχής κι εντάσσεται σε ένα κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο πολυτάραχο, που δεν χρησιμοποιείται ως πρόσχημα σοβαροφάνειας, αλλά ιχνηλατείται σε παραλληλία με τους πρωταγωνιστές του βιβλίου, υπηρετώντας την ιστορική εγκυρότητα... Μυθοπλασία και Ιστορία σε ένα αριστοτεχνικό κράμα αγάπης, κοινωνικού προβληματισμού και κριτικής ματιάς πάνω στα ιστορικές εξελίξεις. Πεδίο δράσης του βιβλίου είναι η Θεσσαλονίκη του Μεσοπολέμου και της Κατοχής, σκηνικό που έχει αξιοποιηθεί αρκετές φορές από τη σύγχρονη Λογοτεχνία[...] Mη σας τρομάζει ο μεγάλος όγκος κι η πυκνότητα των 752 σελίδων του βιβλίου αυτού! Η αφήγηση ρέει πολύ όμορφα, με έναν... "ανεξήγητα" ξεκούραστο τρόπο". Το βιβλίο δεν πλατειάζει στιγμή, δεν υπάρχουν περιττολογίες και διατηρεί το ενδιαφέρον του αναγνώστη αμείωτο, προκαλώντας τον να γυρίζει ανυπόμονα κάθε σελίδα, για να αναζητήσει άπληστα τη συνέχεια! Σε αυτό συμβάλλουν κυρίως η στρωτή γλώσσα και οι άκρως ενδιαφέροντες χαρακτήρες του έργου, που στροβιλίζονται στις πολιτικοκοινωνικές αναταράξεις και τα προσωπικά τους πάθη. Ο αναγνώστης λοιπόν, μαζί τους ερωτεύεται, θρηνεί, αγωνιά αλλά και απολαμβάνει μικρές μπουκίτσες νέας γνώσης, που αποδεικνύουν την εμβρυθέστατη έρευνα που η συγγραφέας διεξήγαγε με υπομονή και μεράκι. Στο επίκεντρο βρίσκεται ένα αρχετυπικά αντιθετικό αίσθημα ανάμεσα σε μια Ελληνίδα Χριστιανή κι έναν Εβραίο, τη Χριστίνα και τον Αλμπέρτο. Ένας εκπρόσωπος των πολύπαθων Σεφαραδιτών και μια κοπέλα που εκφράζει τη γυναικεία απελευθέρωση και τη φιλοπονία του Επιστήμονα, στα δίχτυα ενός φλογερού, αναπόδραστου αισθήματος που ανθίζει και τους πλημμυρίζει.Εδώ αναδύεται η πάλη του ατόμου με την ετερότητα του κοινωνικού του περιγύρου. Δεν είναι όμως μονάχα αυτό: Η συγγραφέας έχει σκηνοθετήσει άρτια, σχεδόν τηλεοπτικά τις εναλλαγές των προσώπων, δίνοντας σε κάθετι ορθά ισορροπημένο "χώρο" και χρόνο. Το αξιοσημείωτο είναι πως οι δευτερεύοντες χαρακτήρες δε διαδραματίζουν διακοσμητικό ρόλο, αλλά σκιαγραφούνται διεξοδικά, αποκτώντας μια αυτόνομη γοητεία, και αναδεικνύοντας, μάλιστα, διαφορετικές πλευρές από το πολύπλοκο κοινωνιόγραμμα της Θεσσαλονίκης. Ποιος θα μείνει ασυγκίνητος από τη μάχη του βιοπαλαιστή Μπενίκο με τη φτώχεια και την παθιασμένη ψυχή του; (η προσωπική του ιστορία με άγγιξε περισσότερο κι από το κεντρικό ζευγάρι.Ήταν πολύ ρομαντική κι εξελίχθηκε σε μια υπέροχη αντίθεση.) Ποιος δε θα εκπλαγεί από τον Αστέρη, και δε θα παρακολουθήσει με αποτροπιασμό τον σαγηνευτικό Μίκη κ την πορεία του; Τόσα πρόσωπα κι ατομικές ιστορίες. Μέσα από τα τόσα πρόσωπα και τις ιδιαιτερότητες τους η συγγραφέας ανιχνεύει τη νοσταλγία των προσφύγων και την προσαρμογή του. Παρακολουθούμε καπιταλιστές και φτωχολογιά στην αέναη πάλη τους, ενώ ερμηνεύεται πώς τα εθνικιστικά κινήματα σαν την Τρία Έψιλον που έγιναν μήτρα του δωσιλογισμού, ενώ συμπάσχουμε με τις δοκιμασίες της φτωχολογιάς και της Αντίστασης. Με έναν συγγραφικό ελιγμό παρακολουθούμε επιπλέον το κλίμα του φιλογερμανισμού στην μεγαλοαστική ελληνική τάξη, αλλά και τους κοινωνικούς μετασχηματισμούς της ίδιας της Αυστρίας(!) με τον Άνσλους (Anschluss).Έχουμε την απερχόμενη πρώσικη αριστοκρατία και και τους απηνείς διωγμούς των Εβραίων να εκπροσωπούνται εξίσου. Κάποιες στιγμές που έφεραν ευθέως στο νου σκηνές από τη "Δύναμη Της Αγάπης" του Έριχ- Μαρία Ρέμαρκ. Το "Κάποτε Στη Σαλονίκη" με όλα αυτά ανάγεται σε ένα υποδόρια πολιτικό βιβλίο που αναμετράται με τις πολιτικές θύελλες της πατρίδας μας στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα.[...] Το "Κάποτε Στη Σαλονίκη" είναι το τέταρτο βιβλίο που εστιάζει στη Θεσσαλονίκη αυτής της περιόδου. Είχαμε "Τη Σκιά Της Πεταλούδας" του Ζουργού, και τους "Ψίθυρους του Βαρδάρη" της Βόικου,την "Πόλη Των Αθώων" της Κατερίνας Καριζώνη. Η προσέγγιση της Κράλλη στον ξεριζωμό της εβραϊκής κοινότητας από τον Μαξ Μέρτεν έιναι υποδειγματική και άκρως βιωματική μέσα από πρόσωπα που προηγουμένως μας είχε κάνει να αγαπήσουμε κ να κατανοήσουμε: Είναι πιο πολυπρόσωπη κι από τα "Ρόδα Της Σιωπής" της Τραυλού. Αισθάνομαι, γενικά, πως το Κάποτε Στη Σαλονίκη προσεγγίζει όλες τις κοινωνικές τάξεις εκείνης της περιόδου πληρέστερα κι από τα άλλα τρία βιβλία, ενώ και τα ψυχογραφήματά του είναι βαθύτερα. Παρότι λοιπόν η Θεσσαλονίκη της Κατοχής και το Ολοκαύτωμα των Εβραίων σε πολλά βιβλία, το "Κάποτε Στη Σαλονίκη" αποτελεί μια ξεχωριστή περιήγηση στους καημούς των ανθρώπων της και στα σοκάκια της Νεότερης Ιστορίας μας. σως είναι κ επιτυχία της συγγραφέως ότι αρκετοί μπορεί να θέλησαν να δουν περαιτέρω την πορεία των ηρώων αυτών. Είναι παντως, σίγουρο πως το "Κάποτε Στη Σαλονίκη" θα συγκινήσει και θα ενθουσιάσει τους αναγνώστες και ειδικότερα το κοινό εκείνο, που τόσο αδημονούσε για την επιστροφή της Μεταξίας Κράλλη! http://stonasterismotouvivliou.blogsp...
Το βιβλίο μας περιγράφει τη ζωή της Χριστίνας και του Αλμπέρτο από την άφιξη της Χριστίνας στη Θεσσαλονίκη λίγο μετά το διωγμό των Χριστιανών από τη Σμύρνη μέχρι και τη λήξη του δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Κοντά σε αυτούς παρακολουθούμε και την πορεία πολλών ακ��μη ατόμων που ζουν στην πόλη εκείνη την εποχή. Το πρώτο μισό του βιβλίου μας περιγράφει τη ζωή στη Θεσσαλονίκη από τα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1920 και μέχρι την έναρξη του πολέμου. Η ζωή και οι συνήθειες των πλούσιων Εβραίων αλλά και ο αγώνας για επιβίωση στις εβραϊκές φτωχογειτονιές και από κοντά και η ζωή της ορθόδοξης Χριστίνας. Είναι ολοφάνερα σε κάθε γραμμή ο διαχωρισμός ανάλογα με τη θρησκεία και την κοινωνική τάξη, οι δυσκολίες που είχαν κυρίως οι φτωχοί σε αντίθεση με την άνεση των οικονομικά ευκατάστατων. Όλα περιγράφονται πολύ όμορφα, η άγνωστη Θεσσαλονίκη μιας ξεχασμένης εποχής ανοίχτηκε μπροστά στα μάτια μου όπως προχωρούσα στην ανάγνωση του βιβλίου. Και μετά ήρθε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος και ο κάθε χαρακτήρας του βιβλίου βρήκε τη θέση που πρέπει ώστε να ανοιχτεί μπροστά μας η πορεία της πόλης στη διάρκεια του πολέμου. Ήξερα αρκετά γεγονότα για τη εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης και την καταστροφή της με το διωγμό των Εβραίων στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, όμως εδώ όλα έχουν μπει όμορφα σε μια σειρά και δίνονται πολλές λεπτομέρειες που αγνοούσα. Φυσικά η συγγραφέας δε μένει μόνο στους Εβραίους, η Γερμανική κατοχή και οι δυσκολίες στη διαβίωση των πολιτών περιγράφονται πολύ όμορφα. Τι έχει αυτό το βιβλίο και διαφέρει από τα υπόλοιπα που ασχολούνται με τον πόλεμο; Τι το κάνει να ξεχωρίζει; Μα φυσικά το πρώτο μισό του βιβλίου, η γνωριμία με τους ήρωες και η εξαιρετική περιγραφή του χαρακτήρα του καθενός από αυτούς κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου. Όταν πια ξεκινά ο πόλεμος και η κατοχή, όλοι όσοι συμμετέχουν στην ιστορία μας είναι πλέον οικείοι, ξέρουμε πολλά για αυτούς, τους αγαπάμε ή τους αντιπαθούμε, οπότε αναγκαστικά υπάρχει αγωνία για το τι θα τους συμβεί. Εκτός από την εξαιρετική ιστορία και τα ιστορικά στοιχεία που μας δίνει το βίβλο πρέπει να πω ότι και ο ήρεμος και στρωτός τρόπος γραφής της κ Κράλλη μου άρεσε πολύ. Όμως η μοναδική ένσταση που έχω για ολόκληρο το βίβλο είναι η αρκετά λεπτομερής περιγραφή κάποιων (λίγων είναι η αλήθεια) σκηνών σεξουαλικής επαφής- πιστεύω ότι σε βιβλία αυτού του επιπέδου τόσο καλογραμμένα και με τόσο δυνατή πλοκή οι σκηνές αυτές είναι εκ του περισσού, χωριά που με πιάνει η σεμνοτυφία μου και ντρέπομαι να το συστήσω.
ξερω πως αυτο το βιβλο εχει σχολιαστει πολλες φορες αλλα μου ηταν αδυνατο να μη μιλησω γιαυτο...δεν ημουν σιγουρη για το βιβλιο αυτο μια και την κραλλη την γνωρισα μεσα απο αλλου στιλ βιβλια που εγω προσωπικα αγαπησα πολυ..το γεγονος πως θα διαβασω ενα ιστορικο βιβλιο ουσιαστικα με ξενισε απο μιας αρχης...η ιστορια δεν υπηρξε ποτε το δυνατο μου σημειο...διαβαζωντας το βιβλιο σελιδα με σελιδα εντυπωσιαστικα πραγματικα απο αυτο που ειχε δημιουργησει..δεν επλασε ηρωες απλα,η γυναικα τους κεντισε..εφτιαξε μια ολοκληρη στρατια ηρωων ο καθενας απο αυτους βασικο κλειδι στην ιστορια...σε πλλα σημεια του βιβλιου προβληματιστικα για την καταντια μιας Ελλαδας στην πορεια του χρονου αλλα και το πως καποιες βασικες αξιες του τοτε δεν υπαρχουν ποια...γνωρισα τους εβραιους και τα ηθη και εθιμα τους περισοτερο απο καθε αλλα βιβλιο που εχω διαβασει ποτε...κλεινοντας το βιβλιο το πρωτο πραγμα που σκεφτικα ηταν οτι διαβασα την ιστορια της ελλαδας στην πιο μαυρη περιοδο που βιωσε ποτε με φοντο μια ιστοριας αγαπης...στο λογω της τιμης μου της εβγαλα το καπελο..
‘’Κάποτε στη Σαλονίκη’’:2,5 χρόνια πέρασαν.2,5 χρόνια από την ημέρα που διάβασα τη ‘’Δεύτερη Πράξη’’.2,5 χρόνια που κάθε μέρα,κάθε μέρα όμως,έψαχνα μανιωδώς στο διαδίκτυο,ρωτούσα γνωστούς και μη,κοίταζα τα ‘’υπό έκδοση’’ του Ψυχογιού μήπως υπάρχει ο νέος τίτλος της Μεταξίας Κράλλη,μήπως έχει έστω ακουστεί ότι θα κυκλοφορήσει νέο βιβλίο κάποια στιγμή.Από πουθενά φως αλλά η ελπίδα τελευταία πεθαίνει ως γνωστόν.Μέχρι που μια άγια μέρα του περασμένου Ιουλίου βλέπω ότι είναι προς έκδοση στις 6 Οκτωβρίου το καινούριο της βιβλίο με τίτλο ‘’Κάποτε στη Σαλονίκη’’.Και οι μέρες αρχίζουν να κυλούν πλέον αντίστροφα.Σαν τους φυλακισμένους που μετράνε τις μέρες της αποφυλάκισης στο τοίχο σβήνοντας μία προς μία,έτσι ακριβώς κι εγώ.Είχα βάλει στην άκρη χρήματα και πραγματικά δεν έβλεπα την ώρα να κρατήσω ακόμη μια φορά ένα βιβλίο της στα χέρια μου,να γίνω κομμάτι της ιστορίας της,να ξέρω ότι τους ήρωες της δε θα τους ξεχάσω ό,τι και να γίνει.Και τη πρώτη μέρα κυκλοφορίας του πήγα και το αγόρασα.Και το διάβασα αργά αργά,για να μη μου ξεφύγει ούτε μισή γραμμή,για να μπορέσει να χαραχτεί η ιστορία για πάντα μέσα μου.Αν τελικά ανταμείφτηκα;Ναι,και με το παραπάνω.Γιατί με το συγκεκριμένο έργο η Κράλλη αποδεικνύει ότι δεν είναι μόνο μια εξαιρετικά παραστατική και αληθινή συγγραφέας αλλά ότι μπορεί να κάνει την οποιαδήποτε συνηθισμένη ιστορία να μοιάζει μοναδική και τόσο αληθινή σα να την έχεις ζήσει εσύ,οι γονείς σου ή κάποιος άλλος συγγενής σου,σίγουρα όμως δεν είναι μια κρύα,χωρίς συναίσθημα,διεκπεραιωτική ιστορία,απλά και μόνο,στην προκειμένη περίπτωση,για να πιάσουμε και λίγο το ιστορικό υπόβαθρο.Όχι,η Κράλλη δε μένει μόνο σ’αυτό,πετυχαίνει πολλά παραπάνω. Στη Θεσσαλονίκη του 1927 η Χριστίνα και ο Αλμπέρτο γνωρίζονται και ερωτεύονται.Ο έρωτας τους δε θα είχε κάποια διαφορά από των υπολοίπων Ελλήνων αν εκείνος δεν ήταν γιος μιας εύπορης εβραϊκής οικογένειας κι εκείνη ανιψιά του μητροπολίτη της πόλης.Τα ταραγμένα χρόνια που ακολουθούν καθώς και όλοι όσοι απαρτίζουν τον κοινωνικό τους περίγυρο θα στιγματίσουν τις ζωές τους για πάντα αλλά και θα τους δώσουν τη δύναμη να παλέψουν για όσα αγαπούν. Αντικειμενική να είμαι δε θα μπορούσα καθαρά και μόνο γιατί είναι Μεταξία Κράλλη.Και το χειρότερο βιβλίο να γράψει αυτή η γυναίκα στα μάτια μου θα μοιάζει εξαιρετικό.Στο προκείμενο όμως,εξαρχής πίστευα ότι θα μου άρεσε γιατί κάτι από την υπόθεση,κάτι ο πρόλογος της για το πώς εμπνεύστηκε την ιστορία και φυσικά όλη η έρευνα και η βιβλιογραφία που χρησιμοποίησε,μ’έκανε να πιστεύω ότι άξιζε η αναμονή τελικά.Και άξιζε.Βέβαια κακά τα ψέματα,’’Μια φορά κι ένα καλοκαίρι’’ και ‘’Η αγάπη φόβο φέρνει’’ δεν είναι και ούτε και περίμενα κάτι τέτοιο,άλλωστε σε ένα βιβλίο με το αντίστοιχο ιστορικό περιεχόμενο που από μόνο του αποπνέει σεβασμό θα ήταν τελείως ανούσιο και υποτιμητικό να επικεντρωθεί μόνο στο ερωτικό στοιχείο ή εν πάση περιπτώσει,να του δώσει μεγαλύτερη βαρύτητα απ’όση χρειάζεται στη παρούσα φάση.Το ερωτικό στοιχείο λοιπόν σαφώς και υπάρχει σε αυτό το ταξίδι στη παλιά Θεσσαλονίκη αλλά έχει το ρόλο που του αρμόζει και δεν ξενίζει στο σύνολο του έργου. Πέραν όλων αυτών λοιπόν,αυτό που κάνει το βιβλίο της Κράλλη εξαιρετικό για ακόμη μια φορά είναι ότι έγραψε ένα πολυποίκιλο βιβλίο με ένα εξαιρετικό κοινωνικο-θρησκευτικό-ιστορικό υπόβαθρο,δίνοντας βάση σε όλους της τους χαρακτήρες-μαστόρισσα άλλωστε σε αυτό-εξελίσσοντας τους βήμα βήμα παράλληλα με την εξέλιξη των γεγονότων και όχι βάζοντας τους σε κάδρο,προστατεύοντας τους,μη τυχόν πάθουν κάτι αν τους αγγίξουν οι δυστυχίες!Αντιθέτως,όλοι οι χαρακτήρες της πονάνε,πληγώνουν και πληγώνονται,συγχωρούν,αντέχουν αλλά και καίγονται στη Κόλαση για πάντα.Συγκεκριμένα,μια παράγραφος στη σελίδα 644 με συγκλόνισε γιατί μέσα στην απλότητα της περιγράφει ακριβώς ό,τι αισθάνθηκαν εκείνοι οι άνθρωποι την ύστατη ώρα,ή μάλλον αυτό που πιστεύουμε ότι αισθάνθηκαν καθώς οι ίδιοι δε θα μπορέσουν ποτέ να το επιβεβαιώσουν.Το βιβλίο έχει εξαιρετικές περιγραφές,άλλες ευχάριστες κι άλλες δυσάρεστες,αλλά τόσο ζωντανές που σε βάζουν για τα καλά μέσα στην ιστορία.Δε γίνεται να μη νιώσεις κομμάτι αυτής της περιόδου,να μη δεις με άλλα μάτια τη Θεσσαλονίκη,αυτή τη τόσο ξεχωριστή πόλη που εξακολουθεί ακόμη και πολύπαθη να μαγεύει,δε γίνεται να μη νιώσεις τη δυστυχία των ανθρώπων όταν αγωνιούν για την επόμενη μέρα και την πείνα που τους κυριεύει.Θα μπορούσα να λέω κι άλλα όμως το βιβλίο με συνεπήρε τόσο που τα ξέχασα,δε πειράζει,ίσως καλύτερα,η ουσία βρίσκεται μόνο στις σελίδες του,όλα τ’άλλα περισσεύουν. Το βασικότερο εντέλει χαρακτηριστικό του είναι ότι στις 700 σελίδες του δε πλατειάζει στιγμή,δεν υπάρχει μια περιττή περιγραφή,δεν νιώθεις ότι τραβάει απ’το τσιγκέλι τα γεγονότα και τις αντιδράσεις των ηρώων απλά και μόνο για να συγκινήσει και να γεμίσει τις σελίδες.Ίσως φαίνεται δύσκολο όμως ισχύει.Αν θα έπρεπε να το κρίνω με αντικειμενική ματιά θα έλεγα ότι είναι από τα καλύτερα μυθιστορήματα του είδους και επάξια μπορεί να χαρακτηριστεί ιστορικό.Η Μεταξία Κράλλη λοιπόν επιβεβαιώνει ότι ήρθε για να μείνει και ευχόμαστε από καρδιάς να μείνει για πάντα.
Όσο όμορφα ξεκίνησε στην πορεία το έχασε! Ενα καθαρά ιστορικό βιβλίο με πινελιές αισθηματικές.Σίγουρα χρειάστηκε χρόνο και κόπο για να γραφτεί αλλά το ίδιο συνέβη και σε εμένα όταν έπιασα τον εαυτό μου να ''σκανάρει'' γρήγορα τις σελίδες για να μπει στην πλοκή της ιστορίας Διψούσα για τη συνέχεια και δεν την έβρισκα ήταν θαμμένη μέσα σε ιστορικές και πολιτικές αναφορές...Άς πάμε τώρα και στα θετικά του βιβλίου οι χαρακτήρες ήταν άψογοι σκιαγραφημένοι και όπου διάβαζα την ροή της ιστορίας τα συναισθήματα που μου έβγαζε ήταν πολύ έντονα .Χάθηκε δυστυχώς στις πολλές λεπτομέρειες η μαγεία του βιβλίου! Με 200 σελίδες λιγότερες θα ήταν καθαρό πεντάρι ...
Δεν ήταν καθόλου τυχαία η επιλογή του συγκεκριμένου βιβλίου για την έναρξη της αναγνωστικής χρονιάς. Αντιθέτως, απόλυτα συνειδητά επέλεξα να είναι το πρώτο βιβλίο γι’ αυτό το έτος και φτάνοντας πια σήμερα στην τελευταία του σελίδα, δεν ξέρω με ποιο τρόπο να το παρουσιάσω και να περιγράψω τα συναισθήματά μου. Είναι πολύ γνωστό ότι είμαι θαυμάστρια της Μεταξίας Κράλλη. Τα βιβλία της μου αρέσουν για την αμεσότητα του λόγου, για τις κινηματογραφικές περιγραφές, για τους μεγάλους και έντονους έρωτες που δεν διστάζει να τους περιγράψει όπως ακριβώς τους αξίζει, δηλαδή με λεπτομέρειες. Ωστόσο, ένα ιστορικό μυθιστόρημα απαιτεί πολλά περισσότερα από το ταλέντο και τη συγγραφική τεχνική. Χρειάζεται να γίνει βαθιά έρευνα και ν’ αφιερώσει ο συγγραφέας πολύ χρόνο και να κοπιάσει ώστε να τοποθετηθεί η ιστορία του σε μια άλλη εποχή την οποία ο ίδιος δεν είναι δυνατόν να έχει ζήσει. Χωρίς να γνωρίζω προσωπικά την κυρία Κράλλη – κανείς δεν τη ξέρει άλλωστε αφού δεν εμφανίζεται και χρησιμοποιεί ψευδώνυμο – ήξερα εκ των προτέρων ότι δεν θα απογοητευτώ αλλά αυτό της το δημιούργημα τολμώ να πω ξεπέρασε κάθε προσδοκία μου. Το μυθιστόρημα είναι πολυπρόσωπο κάτι που αγαπώ και επιλέγω κι εγώ η ίδια για τα δικά μου βιβλία καθώς πιστεύω ακράδαντα ότι η ζωή είναι πολυδιάστατη και σε καμία περίπτωση μονοδιάστατη. Μου αρέσουν οι ιστορίες που μπερδεύονται η μία με την άλλη, οι μοίρες που ενώνονται, τα πρόσωπα που από άγνωστα γίνονται γνωστά, πότε ν’ αγαπιούνται κι άλλοτε να μισιούνται. Σε αυτό το βιβλίο όμως γίνεται με απέραντη δεξιοτεχνία ενώ παράλληλα το ιστορικό υπόβαθρο σάρωνε τα πάντα στο διάβα του. Είναι από τα έργα που γεννήθηκαν όχι μόνο για να εκφραστεί ο δημιουργός του αλλά για να αγγίξει βαθιά τις ψυχές των αναγνωστών του. Κι επειδή σε αυτό το κείμενο μιλώ για τον εαυτό μου, δηλώνω απροκάλυπτα πως όχι μόνο με άγγιξε αλλά με συγκλόνισε, με συνεπήρε και μ’ έκανε να πονέσω για τα δεινά που έχουν περάσει οι πρόγονοί μου και να εύχομαι διαρκώς να ήταν και τα τελευταία. Οι χαρακτήρες του μυθιστορήματος είναι όλοι προσεγμένοι, καλοδουλεμένοι και άρτιοι δραματουργικά. Ούτε μια λεπτομέρεια δεν έχει ξεφύγει και παρότι η ίδια η συγγραφέας λέει στο εισαγωγικό της σημείωμα ότι δεν γνωρίζει καλά τη Θεσσαλονίκη, στο βιβλίο της την παρουσιάζει τέλεια και μάλιστα σ’ εκείνη τη μακρινή εποχή. Δεν ξέρω αν θα πρέπει να σας πω κάτι για την ιστορία, το οπισθόφυλλο βάζει αμέσως στο κλίμα τον υποψήφιο αναγνώστη αλλά σε κάθε περίπτωση, αυτοί που θα επιλέξουν να το διαβάσουν θα πρέπει να ξέρουν ότι θα βουτήξουν στα βαθιά εκείνης της περιόδου. Θα κλείσω το κείμενο μου αυτό λέγοντας δύο πράγματα. Το αγαπημένο μου βιβλίο μέχρι και σήμερα είναι ο Μπρούτζινος Καβαλάρης της Πωλίνα Σίμονς που διαδραματίζεται στη Ρωσία κατά τη διάρκεια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου. Μπορώ λοιπόν με ευκολία να πω ότι η Μεταξία Κράλλη έχει γράψει ένα εξίσου αγαπημένο βιβλίο για την εποχή αυτή που αφορά την πατρίδα μου. Τέλος, ο πήχης ανέβηκε πολύ ψηλά και η δημιουργός ξεπέρασε τον εαυτό της στον υπερθετικό βαθμό. Της αξίζουν πολλά συγχαρητήρια και προσωπικά την ευχαριστώ που μου χάρισε ακόμα ένα τόσο όμορφο ταξίδι. Της εύχομαι από καρδιάς να φτάσει πολύ ψηλά γιατί πραγματικά το αξίζει.
από τις ελάχιστες φορές που διάβασα τόσο γρήγορα ένα πολυσέλιδο βιβλίο.... από τις ελάχιστες περιπτώσεις που ένα πολυσέλιδο βιβλίο δεν κάνει ούτε στιγμή κοιλιά,μα σε κρατά δέσμιο της ιστορίας του.... από τις ελάχιστες περιπτώσεις που ένα τόσο μεγάλο βιβλίο έχει σε απόλυτη αρμονία το ιστορικό στοιχείο,τη δράση,το συναίσθημα... ένα βιβλίο που πραγματικά δικαιώνει τη λέξη ιστορικό μυθιστόρημα... το καλύτερο βιβλίο της Κράλλη ασυζητητί... το έκλεισα μα είμαι ακόμη εκεί....
Κρατώντας στα χέρια μου το νέο βιβλίο της Μεταξίας Κράλλη, το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός, ομολογώ πως η συγκίνηση μου ήταν μεγάλη. Πρόκειται για μία από τις αγαπημένες μου συγγραφείς, της οποίας η πένα δε με απογοήτευσε ποτέ. Ωστόσο, διαβάζοντας την περίληψη του νέου της βιβλίου «Κάποτε στη Σαλονίκη», κατάλαβα πως αυτή τη φορά θα ερχόμουν αναγνωστικά αντιμέτωπη με μια αρκετά διαφοροποιημένη προσέγγιση του «κραλλικού μοτίβου». Ξεκινώντας το συγκεκριμένο κείμενο οφείλω να παραδεχτώ πως είναι μια εξαιρετικά προσωπική και υποκειμενική προσέγγιση, ίσως, περισσότερο από κάθε άλλη φορά.
Η αφήγηση του βιβλίου περιδιαβαίνει από διάφορες ιστορικές περιόδους με επίκεντρο την μεσοπολεμική και κατοχική Ελλάδα. Δύο ερωτευμένοι νέοι, ο Αλμπέρτο και η Χριστίνα, έρχονται αντιμέτωποι με τη διαφορετική θρησκεία, την οικογένεια αλλά και τις ιστορικές συνθήκες, που επηρεάζουν τη σχέση τους. Το βιβλίο «Κάποτε στη Σαλονίκη» είναι το τέταρτο έργο της κυρίας Κράλλη και νομίζω πως η συγγραφέας θα μπορούσε να επικεντρωθεί απλώς στον έρωτα των δύο νέων και να αναλύσει τη σχέση τους σε 752 σελίδες. Προσωπικά, πάλι θα μου άρεσε, πάλι θα λάτρευα κάθε λέξη, πάλι θα διάβαζα με προσδοκία κάθε επόμενη σελίδα. Η Μεταξία Κράλλη, όμως, δεν έκανε αυτό. Επέλεξε να χρησιμοποιήσει την πένα της για να γράψει ένα από τα πιο υπογείως κριτικά, πολιτικά και διαχρονικά βιβλία που έχω διαβάσει ποτέ μου. Δεν μου άρεσε, δεν ήταν εύκολο, ούτε ευχάριστο. Ήταν σκληρό, ήταν δύσκολο, ήταν αληθινό.
Η πένα της συγγραφέως βρίσκεται στην καλύτερη στιγμή της. Με πολυπρόσωπη αφήγηση, αναδρομές –μειωμένες σε σχέση με τα προηγούμενα βιβλία της– μοναδικές περιγραφές, εξελικτικά ψυχογραφήματα, έντονους διαλόγους, η κυρία Κράλλη με καθήλωσε με μια ιστορία για την Iστορία. Η μεσοπολεμική Ελλάδα, η προσφυγιά, η Κατοχή. Με εντυπωσίασε ιδιαίτερα ο τρόπος με τον οποίο με έκανε να νιώσω το κομμάτι των περιγραφών. Αισθάνθηκα πως ήμουν κι εγώ στη Θεσσαλονίκη, ωστόσο δεν μπορώ να εξετάσω περισσότερο τις συγκεκριμένες περιγραφές, καθώς δεν έχω γνώση του θεσσαλονικιώτικου τοπίου. Θα σταθώ στις περιγραφές των φοιτητικών χρόνων στην Αθήνα, όπου συγκλονίστηκα και συγκινήθηκα. Περπάτησα, μέσα από τη γραφή της κυρίας Κράλλη, σε μέρη που συναντάω καθημερινά, βλέποντας τα από την οπτική μιας άλλης, μακρινής εποχής, σαν να ήμουν μέλος μιας παρέας που κρυφοκοιτάζει δυο ερωτευμένους να διαπραγματεύονται το «για πάντα» τους. Η έρευνα, την οποία έχει κάνει η συγγραφέας, είναι ζηλευτή και προσεγμένη. Ξέρετε, είναι αυτές οι μικρές λεπτομέρειες που αφήνουν τα ίχνη τους μέσα στην αφήγηση, όπως το πόσες φορές επισκέπτεται κάποιος την εκκλησία, ή τι στολίζει την πόρτα ενός αλλόθρησκου σπιτιού. Μέσα στο βιβλίο υπάρχουν διάσπαρτα πολιτικά, θρησκευτικά, πολιτισμικά στοιχεία, τα οποία διαμορφώνουν τις κοινωνικές αναπαραστάσεις των ηρώων και τις αλληλεπιδράσεις τους. Οφείλω να σταθώ πιο εξεταστικά στον τρόπο με τον οποίο χειρίστηκε η συγγραφέας τα ψυχογραφήματα. Αγάπησα υπερβολικά τη Χριστίνα και τον Αλμπέρτο και, στα πρόσωπά τους, η δημιουργός εσωκλείει ολόκληρη την έννοια της ουσιοκρατικής ταυτότητας, δίνοντας, ωστόσο, ξεκάθαρο στίγμα της ιστορικής και πολιτισμική μας διαμόρφωσης. Κάθε ήρωας, κάθε ψυχολογικό προφίλ είναι ένα μικρό κέντημα, ένα στολίδι, με την Αλλέγκρα, κατά τη γνώμη μου, να κρατάει τα σκήπτρα. Και εάν ο έρωτας του Αλμπέρτο και της Χριστίνας μας καθηλώνει, η ιστορία της Ρούλας – μικρή σε έκταση – παραδίδει μαθήματα συγγραφικού ταλέντου, με τον ανεπαίσθητο τρόπο που σε κερδίζει.
Η Μεταξία Κράλλη έγραψε ένα βιβλίο αναλύοντας ολόκληρη την ιστορία της μεσοπολεμικής και κατοχικής Ελλάδας, χωρίς διδακτισμό ή ακαδημαϊκό ύφος. Είναι, ειλικρινά, από τις φορές που μου είναι εξαιρετικά δύσκολο να περιγράψω αυτό που διάβασα και, κυρίως, αυτό που βίωσα από την ανάγνωση του βιβλίου «Κάποτε στη Σαλονίκη». Ομολογώ πως, πριν ξεκινήσω την ανάγνωση φοβόμουν, καταλαβαίνοντας, από την περίληψη του βιβλίου, πως το μοτίβο, που μέχρι τώρα είχα λατρέψει στην αγαπημένη μου συγγραφέα, είναι εντελώς διαφοροποιημένο. Γεννήθηκε μέσα μου η αμφιβολία για το εάν, όσο καλογραμμένο κι αν ήταν το βιβλίο – κάτι που αντιλήφθηκα από τις πρώτες τους σελίδες – θα υπήρχε μέσα του η Κράλλη. Κι όμως, ήταν αρκετή η ατάκα του Αλμπέρτο, στον επίλογο του πρώτου κεφαλαίου, ώστε να κλείσω το βιβλίο για λίγα δευτερόλεπτα, να το σφίξω στην αγκαλιά μου και να μονολογήσω «αυτό είναι Κράλλη»! Το βιβλίο το ίδιο με διάβασε, με ρούφηξε, κυριολεκτικά. Όπως προείπα, δεν ήταν εύκολο, ούτε ευχάριστο. Έβλεπα να περνάει από μπροστά μου ολόκληρη η τωρινή κατάσταση, που βιώνουμε στη χώρα μας, κι ας διάβαζα κάτι που τοποθετείται έναν αιώνα νωρίτερα. Ο τρόπος που αντιμετωπίζουμε τη διαφορετικότητα, το άγνωστο, την εύθραυστη σιγουριά της καθημερινότητας μας παραμένει διαχρονικός. Κι αν έπρεπε να κρατήσω μόνο ένα πράγμα από το βιβλίο θα ήταν η ψυχή της Χριστίνας, ο πόνος που ένιωσε και τα όσα έπρεπε να ξαναπεράσει. Οι πληγές στην καρδιάς της, που άνοιξαν και πάλι από τη μοίρα που της επιφύλαξε η Ιστορία. Και το πόσο γρήγορα ξεχνάμε οι άνθρωποι, χωρίς να βλέπουμε τον διπλανό μας, τον συνάνθρωπο μας. Αλλά και πόσο όμορφη είναι η ελπίδα, όπως μια αγκαλιά στο τέλος ενός βιβλίου, χωρίς να χρειάζεται να ειπωθεί τίποτα άλλο, μόνο μια αγκαλιά.
Μολις εκλεισα την τελευταια σελιδα και δηλωνω μαγεμενη!!!!ενα βιβλιο υπεροχο ,ατμοσφαιρικο .. Μας εξιστορει την ιστορια ενος εβραίου και μιας χριστιανης στα τέλη του 1920 στην Θεσσαλονικη και μπροστα μας ξετυλιγεται μια αλλη Θεσσαλονικη , μια πόλη με έντονο εβραικο στοιχειο , προσφυγες που προσπαθουν να σταθούν στα πόδια τους μετα την Σμυρνη ,το παντρεμα των πολιτισμων , η συνυπαρξη τους και λαμβάνουμε πληρως το αποτυπωμα της εποχης και της πόλης. Νοιωθουμε και βλεπουμε την αλλαγη καθως η Γερμανια κυριαρχει στην Ευρώπη και η ατμοσφαιρα που μας μεταδίδει ειναι μοναδικη.Οι ηρωες απόλυτα ερωτεύσιμοι ,γεματο ενταση , ψυχη και δυναμη. Στο βιβλιο αυτο θα μπορούσε εύκολα η συγγραφέας να εστιασει στο δράμα και να μας βγαλει συγκίνηση μέσα απο τις κακουχιες....Ωστοσο οχι , δεν καταφευγει στην ευκολη λύση "δωσε πονο στον αναγνωστη να χορτάσει"και μας εξιστορει τα πραγματα χωρις το στόμφο που δυστυχως έχουμε χορτασει τον τελευταιο καιρο ..Εξιστορει τα πιο τραγικα με αξιοπρεπεια και ενα απλο τροπο που εξάλλου η κτηνωδία των όσων έγιναν δεν χρειαζονται αναλυτικότερη περιγραφη..5,5/5
Αυτο το βιβλιο,ειχα την αισθηση οτι θα με γοητευσει απ την πρωτη στιγμη που το ειδα!Μονο και μονο απ το εξωφυλλο,αλλωστε δεν ειχα ξαναδιαβασει την συγγραφεα!Πραγματι,το ερωτευτηκα!Σε κερδιζει απ τη πρωτη σελιδα μεχρι την τελευταια και παρα τον μεγαλο ογκο του δεν σε κουραζει καθολου!Ομιχλωδης και ατμοσφαιρικο τοπιο ξετυλιγεται στα ματια μας,μεσα απ την στρωτη αφηγηση της συγγραφεως,περιγραφοντας μια καταδικασμενη ιστορια αγαπης, αρρηκτα συνηφασμενης με τα ιστορικα γεγονοτα της Σαλονικης του μεσοπολεμου εως και την αποχωρηση των γερμανικων στρατευματων κατοχης !Η χριστιανη Ελληνιδα και ο εβραιος γονος ευπορης οικογενειας!Η προσπαθεια των δυο λαων να επιβιωσουν,καθε μια με τον δικο της τροπο και οι δυο μαζι παλευοντας με τον ιδιο εχθρο!Κ ολα αυτα απ την αντικειμενικη οπτικη γωνια της συγραφεως που καταφερνει να μας δωσει ενα εξαιρετικο αποελεσμα! 
Συνορα η αγαπη δε γνωριζει.....ουτε εχθρους ουτε πολεμους ουτε κουλτουρες....μια μαγικη περιπλανηση στους δρομους της θεσσαλονικης της αθηνας της βιεννης απο τη μια κι απο την αλλη ο πονος η βια κι η στυγνη πραγματικοτητα του ολοκαυτωματος....ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑ
Έχοντας διαβάσει τα τρία από τα τέσσερα βιβλία της κυρίας Κράλλη μπορώ να πω, πως αυτό είναι το αγαπημένο μου. Δεν με κούρασε στιγμή παρόλο το μέγεθος του και με ταξίδεψε στην κυριολεξία με τις εικόνες και τα συναισθήματα που μου δημιούργησε. Πολύ δυνατή επιστροφή για την συγγραφέα!!! Άξιζε η αναμονή!
3,5 αστεράκια. Αξιοπρεπέστατο,αισθηματικό με αρκετά ιστορικά στοιχεία της περιόδου 1922-1944. Ο λόγος που δε βάζω 5 είναι το απότομο τέλος του,το οποίο χρειαζόταν περισσότερο "ξετύλιγμα" και οι κάποιες υπερβολές του τύπου:όλοι με καποιον μαγικό τρόπο ήταν ο γνωστός του γνωστού...
Από τα πιο όμορφα μυθιστορήματα εποχής που έχουν γραφτεί για την ιστορία της Θεσσαλονίκης τον 20ο αιώνα. Καθηλωτική υπόθεση και ιστορικές πληροφορίες για την πόλη δοσμένες με ανάλαφρο τρόπο. Το συνιστώ ανεπιφύλακτα!
Το Κάποτε στη Σαλονίκη είναι το δεύτερο βιβλίο της συγγραφέως που διαβάζω και η εμπειρία ήταν άκρως ικανοποιητική. Το θέμα δεν είναι χιλιοειπωμένο, όπως η Σμύρνη ή κάτι αντίστοιχο και μόνο το Νήμα της Χίσλοπ, αλλά τοποθετούταν σε προηγούμενη χρονική περίοδο. Το Συγκεκριμένο αρχίζει από τις αρχές του 30 και συνεχίζει μέχρι και το τέλος του ΒΠΠ. Μου άρεσε πολύ η περιγραφή της πόλης, των εθίμων και ηθών τόσο της εβραϊκής όσο και της χριστιανικής κοινότητας και των σχέσεων μεταξύ των δύο κοινοτήτων. Οι ήρωες ήταν σκιαγραφημένοι με πολλή αγάπη και συμπάθεια και ήταν απόλυτα αληθινοί και πειστικοί. Το μόνο που δεν με έπεισε ήταν το ειδύλλιο μεταξύ του Μπενίκο και της Νινόν, που μου φάνηκε απότομο και αψυχολόγητο γιατί δεν φαινόταν να υπάρχει βάση μεταξύ των δυο αυτών ανθρώπων. ελπίζω να ξαναδιαβάσω κάτι δικό της σύντομα γιατί έχει πολύ ωραία γραφή και με βάζει να ψάξω ιστορικές περιόδους και γεγονότα για τα οποία δεν ε΄χω μεγάλη γνώση.
Η συγγραφέας μέσα απο αυτό το βιβλίο κανει στροφή 180 μοιρών. Αφήνει τις ερωτικες/συναισθηματικές ιστορίες και καταπιάνεται με την ιστορία μας, έχοντας ως βάση τη Θεσσαλονίκη, μας εξιστορεί τα γεγονότα που συνέβησαν μετα την μικρασιατική καταστροφή και κατα τον Β’Παγκοσμιο Πόλεμο. Εβραίοι και Χριστιανοί. Έρωτας και Πόλεμος. Άνισες μαχες...
Δεν μου άρεσε καθόλου!Με κούρασε πολύ με τα ιστορικά στοιχεία αλλά και με τον όγκο του βιβλίου,γύριζα στην προηγούμενη σελίδα για να θυμηθώ τη διάβαζα,μου πήρε πολύ καιρό για να καταφέρω να το τελειώσω!!!!!!!!
Έρχονται μερικά βιβλία στα χέρια σου που απλά απολαμβάνεις.. Όλα. Το εξώφυλλο, την ιστορία, τους ήρωες, τις λέξεις, την εναλλαγή σελίδων. Το συγκεκριμένο με έκανε να θυμηθώ παλιές στιγμές, όπου είχα καθηλωθεί πάνω από ένα ανάγνωσμα, που δεν το έβγαζα στιγμή από το μυαλό μου και με παρέσυρε σε μια άλλη Ελλάδα, που ελπίζω εγώ και τα παιδιά μου να μη γνωρίσουμε ποτέ. Γεγονότα, ήρωες, πάθη και λύτρωση, το απωθημένο και το απόλυτο, συναισθήματα δυνατά, χαρακτηρίζουν αυτό το βιβλίο, στο οποίο η συγγραφέας χαράζει και δίνει το στίγμα της. Ο αναγνώστης δονείται από τη δύναμη του ανθρώπου σε όλες τις μορφές της, παρασύρεται από την ιστορία και παρά το μεγάλο όγκο του βιβλίου, δεν το βαριέσαι στιγμή. Από την αρχή μέχρι το τέλος ταξιδεύεις. Χωρίς φλυαρίες, χωρίς τεχνάσματα, απλά με τη δύναμη των λέξεων που πάντα μπορούν να δημιουργήσουν εικόνες και όνειρα. Συγχαρητήρια. http://vivliakaioneira.blogspot.gr/
Ενα ιστορικό μυθιστόρημα αρκετα διαφορετικό απο αυτά που μας έχει συνηθισει η συγγραφεας! Τα γεγονότα ξεκινούν απο την Μικρασιατική καταστροφή και τελειώνουν στην αποπνοή του Δευτερου Παγκοσμίου πολέμου και στα σπαργανα του Εμφυλίου! τα γεγονότα απο μόνα τους πολλα για να εξιστορήσει η κυρία Κράλλη με τις 800 σελίδες να φαίνονται ατελειωτες!φάνηκε ο κόπος της για να αποδώσει καλύτερα τα ήθη τα έθιμα και την διάλεκτο των προσφύγων και των εβραίων της συμπρωτευουσας! τα μοτίβο του έρωτα συνηθισμένα θύμισαν προηγούμενο βιβλίο της!το ερωτικό αδιέξοδο λόγω θρησκευτικών διαφορών είναι χιλιοχρησιμοποιημένο νομίζω!ωραία κλιμάκωση των συναισθημάτων των ηρωων.γλυκανάλατο και απότομο τέλος- σαν να μην έβρισκε τρόπο η συγγραφέας να κλείσει τόσα ανοιχτά μέτωπα!
Κάποτε στη Σαλονίκη … και αμέσως σκέφτεσαι ένα ταξίδι στην όμορφη νύμφη του Θερμαϊκού … σε μία εποχή δύσκολη και όμορφη παράλληλα … 1927 και η μικρή Χριστίνα Παπάζογλου μετακομίζει με τη μητέρα της στην Θεσσαλονίκη, ερχόμενη προσφυγοπούλα από την «κατακρεουργημένη» Μικρά Ασία. Καταφύγιό της η οικία του θείου της και Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης. Απέναντι ακριβώς κατοικεί η οικογένεια Ματαλών, μία ευκατάστατη εβραϊκή οικογένεια. Ο νεαρός Αλμπέρτο Ματαλών συγκινεί τη μικρή Χριστίνα και συγκινείται και ο ίδιος από την ομορφιά, την ηρεμία και την ταπεινότητά της. Και ένας νεανικός έρωτας ξεκινά … Ένας έρωτας καταδικασμένος εξ αρχής … Για όλους τους άλλους, όμως, εκτός από τους δύο πρωταγωνιστές. Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου η κυρία Κράλλη μας μεταφέρει στην Θεσσαλονίκη των προσφύγων, στη Θεσσαλονίκη των Εβραίων, στη Θεσσαλονίκη μωσαϊκό πολιτισμών… Αναλυτικά η άποψή μου ... http://aisthisis.gr/vivlioaisthiseis/...
Ένα από τα ωραιότερα ελληνικά μυθιστορήματα ου έχω διαβάσει τα τελευταία χρόνια!!! Αν και πραγματεύεται ένα χιλιογραμμενο θέμα αυτό του απαγορευμένου έρωτα μεταξύ αλλοθρήσκων, μιας χριστιανής κι ενός Εβραίου, με φόντο την Θεσσαλονίκη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, είναι τόσο ωραία και περίτεχνα δομημένο που δεν σε κάνει να βαριέσαι καθόλου!!! Αντιθέτως, θέλεις να το ρουφήξεις, δεν θέλεις να το αφήσεις από τα χέρια σου μέχρι την τελευταία σελίδα. Και μετά, ενώ νιώθεις γεμάτος κι αναπολείς την ιστορία που μόλις διάβασες.... μετά τι;;; Είναι δύσκολο να επιλέξεις το επόμενο....😊😊😊
Φιλότιμη δουλειά, τίμια προσπάθεια με αρκετές πολύ καλές στιγμές, αλλά θα μπορούσε να είναι καμιά 150αριά σελίδες μικρότερο και αντ' αυτού να είχε εμβαθύνει λίγο περισσότερο στη σκιαγράφηση των χαρακτήρων. Ειδικά στο πρώτο μέρος (πριν τον πόλεμο) είναι ώρες ώρες κουραστικό.