Η αυτοβιογραφία της Μαρίας Ιορδανίδου από το 1920 μέχρι το 1960. Η συγγραφέας συνεχίζει τις αφηγήσεις των περιπετειών παίρνοντας για δραματουργικούς λόγους τη μορφή της Άννας, εγγονής της Λωξάντρας. Ξεκινά την ιστορία της από το γεγονός της καταστροφής του σπιτιού στο Μακρυχώρι της Κωνσταντινούπολης, από τους Τούρκους. Τότε η Άννα πηγαίνει με μετάθεση στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και εκεί γνωρίζει το μέλλοντα σύζυγό της Χρηστίδη. Το ειδύλλιο τους καταλήγει σε γάμο και το νιόπαντρο ζευγάρι έρχεται στην Αθήνα. Η Άννα, βρίσκει δουλειά και εργάζεται ως γραμματέας στη Σοβιετική πρεσβεία. Στα χρόνια της γερμανικής κατοχής συλλαμβάνεται από την Γκεστάπο, επιζεί μετά από πολλές κακουχίες, μπλέκεται στη δίνη του εμφυλίου και τελικά καταφέρνει να μεγαλώσει τα παιδιά της.
Maria Iordanidou Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1897 και έζησε τα παιδικά της χρόνια στον Πειραιά και το Βατούμ της Ρωσίας. Φοίτησε σε ρωσικό γυμνάσιο, στη Σταυρούπολη, όπου τη βρήκε η Οκτωβριανή Επανάσταση. Το 1919 γύρισε στην Κωνσταντινούπολη και λίγο αργότερα πήγε στην Αλεξάνδρεια, όπου παντρεύτηκε τον Ιορδάνη Ιορδανίδη. Το 1923 επέστρεψαν μαζί στην Αθήνα, αλλά σύντομα ο Ιορδανίδης έφυγε.
Εξαιτίας των συνθηκών της ζωής της, η Ιορδανίδου απέκτησε μεγάλη γλωσσομάθεια και εργάστηκε ως ιδιωτική υπάλληλος. Έγινε γνωστή στο λογοτεχνικό χώρο με το έργο Λωξάντρα, που έγραψε σε ηλικία 65 χρονών, το 1962, και γνώρισε πολλές επανεκδόσεις. Η Λωξάντρα περιγράφει με μεγάλη ζωντάνια και χιούμορ τα έθιμα και τη ζωή των Ελλήνων της Πόλης και βασίζεται στις αναμνήσεις της Ιορδανίδου πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Είναι ουσιαστικά η ιστορία της γιαγιάς της. Τη ζωή της στη Ρωσία περιγράφει η Ιορδανίδου στο βιβλίο της Διακοπές στον Καύκασο (1965), ενώ στο Σαν τα τρελά πουλιά (1978) μιλά για τα χρόνια στην Αλεξάνδρεια και την Αθήνα κατά το Μεσοπόλεμο. Τελευταίο της έργο είναι Η αυλή μας (1981).
Τα έργα της γνώρισαν μεγάλη εκδοτική επιτυχία. Πέθανε στις 6 Νοεμβρίου του 1989.
«Σαν τα τρελά πουλιά τον κάνανε τον κόσμο οι καταραμένοι. Σαν τα τρελά πουλιά». Έτσι ξεκινάει το ομότιτλο βιβλίο της Μαρίας Ιορδανίδου και είναι τα λόγια της Κλειούς, μάνας της Άννας, σχετικά με τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο και τις μετέπειτα συνέπειες. Σε αυτό το βιβλίο συνεχίζονται οι περιπέτειες της Άννας, που μετακομίζει διαδοχικά σε Αλεξάνδρεια και Αθήνα, γνωρίζει και παντρεύεται τον άντρα της και με τα παιδιά της, Γιάννη και Έλλη, περνούν τα δύσκολα χρόνια της Κατοχής στην Αθήνα.
Η υπέροχη, πλούσια γραφή της Μαρίας Ιορδανίδου μου χάρισε άλλο ένα αγαπημένο βιβλίο. Χωρισμένο ξεκάθαρα σε δύο μέρη με άφησε να απολαύσω τους τόπους και τις συνθήκες με την ησυχία μου, να γνωρίσω την Αλεξάνδρεια και την Αθήνα του Μεσοπολέμου με τους δικούς μου ρυθμούς, να προλάβω ν’ αγαπήσω και κάνα δυο γείτονες πριν προχωρήσουμε παρακάτω. Στο πρώτο μέρος, η Άννα προσπαθεί να εγκλιματιστεί στην Κωνσταντινούπολη που είχε χάσει για εφτά χρόνια και ταυτόχρονα να αποποιηθεί την κουλτούρα που καλλιεργήθηκε μέσα της, εκφράσεις, αντιλήψεις, λεξιλόγιο, όσο ήταν παγιδευμένη στην κομμουνιστική Ρωσία, μιας και τα πράγματα και οι συνθήκες ζωής σττην Πόλη που βρήκε ήταν εντελώς διαφορετικές. Χάρη στην καλή της τύχη βρίσκει επιτέλους δουλειά, η οποία τη στέλνει με μετάθεση στην Αλεξάνδρεια της δεκαετίας του 1920.
Ειλικρινά δεν μπορώ να καταλήξω ποιο μέρος του βιβλίου μου άρεσε περισσότερο. Στο κομμάτι της Αλεξάνδρειας, οι κοινωνικές αντιθέσεις, η πλειάδα προσώπων και περιστατικών, ο αγώνας δύο γυναικών να ενταχθούν σε μια πόλη φτωχή και ταυτόχρονα πλούσια μόνο αστεία περιστατικά μπορεί να δημιουργήσει, οπότε με τη μαεστρία της συγγραφέως διάβασα τις απολαυστικότερες σελίδες ενός μυθιστορήματος ως τώρα. Η ζωή σε ένα ξενοδοχείο, που δεν ήταν ξενοδοχείο, η μανία της Κλειούς να κουβαλάει τα πάντα μαζί της, το χαμσίνι που αναστατώνει τη ζωή έτσι και φυσήξει περιγράφονται γλαφυρά και με ολοφάνερη την πικρόγλυκη ανάμνηση μιας περασμένης ζωής (μιας και η Μαρία Ιορδανίδου αυτό έκανε, κατέγραφε τη ζωή της οικογένειάς της, επομένως κάμποσα από αυτά τα περιστατικά, αν όχι όλα, ήταν βιωμένα).
Αιτία για έντονες διαφωνίες μεταξύ μάνας και κόρης ήταν η γνωριμία με τον Δάσκαλο, τον μετέπειτα σύζυγο της Άννας, μιας και η Κλειώ τον θεωρούσε από την αρχή τραγοπόδαρο και με βαριά σκιά. Χάρη σε αυτόν, η Άννα διευρύνει τους ορίζοντές της, μορφώνεται και... μυείται στον κομμουνισμό! Με συνοπτικά λόγια περιγράφεται η ιστορία του Κομμουνιστικού Κόμματος Αιγύπτου και ο τρόπος που αυτό συνδέθηκε με την Κομμουνιστική Διεθνή. Η ανυπότακτη Άννα αρνήθηκε να γραφτεί στο κόμμα, ενστερνίστηκε όμως τα ιδεώδη του και βοήθησε όπως μπορούσε στις απεργίες της εποχής. Επομένως, με μάνα βενιζελικιά καταλαβαίνετε τι γινόταν στο σπίτι αυτών των δύο γυναικών.
Έτσι η Άννα παντρεύεται τον Δάσκαλο, όπως φώναζε τον σύζυγό της, και τον ακολουθεί συν μητρός στην Αθήνα, όπου ζουν στην έρημη λεωφόρο Αλεξάνδρας με τα μαρμαράδικα, τις φυλακές Αβέρωφ και τα νεόδμητα Προσφυγικά (η πίκρα της γι’ αυτούς τους διωγμένους φαινόταν ήδη από την πρώτη πρόταση: «Αριστούργημα ήταν αυτοί οι προσφυγικοί συνοικισμοί. Σκηνικό για ιταλικές μαριονέτες, όπου η νοικοκυρά σου χαμογελούσε από το δεύτερο πάτωμα και είχες την εντύπωση ότι τα πόδια της ακουμπούσαν στο πάτωμα του ισογείου-σελ. 97). Η Μαρία Ιορδανίδου καταγράφει με την ίδια λεπτότητα και παρατηρητικότητα στιγμές μιας Αθήνας που έχει παρέλθει οριστικά ενώ η ίδια η Άννα είναι πλέον μια γυναίκα χωρίς ταυτότητα: «Όπου κι αν βρίσκουνταν, όλος ο κόσμος την έπιαρνε για ξένη. Οι Έλληνες την παίρνανε για Εγγλέζα, οι Εγγλέζοι για Ρώσα, οι Ρώσοι για Κύριος οίδε τι. Μια φορά, ούλοι τη σέβονταν, γιατί στους ξένους όλες οι εκκεντρικότητες συχωριούνται» (σελ. 89). Η μαρτυρία της για τις συνθήκες ζωής στην Αλεξάνδρα και ειδικά στην περιοχή του Ελληνικού όπου κατέλυσαν στο τέλος οι ήρωές μας ήταν συγκλονιστική ως προς το τι υπήρχε, πώς χτίστηκε, πώς φέρονταν οι κάτοικοι τότε και πώς αντέδρασαν στη φήμη για δημιουργία αεροδρομίου!
Σε μια πόλη λοιπόν όπου καταγράφονται τα πάντα, συγκοινωνίες, σπίτια, αρχιτεκτονική, η Άννα αγωνίζεται να επιβιώσει παραδίδοντας μαθήματα κατ’ οίκον, κλείνοντας τ’ αυτιά στην γκρίνια της μάνας της που θεωρεί το μέρος τούτο κόλαση. Ταυτόχρονα, ο άντρας της, εκτός από δάσκαλος στη Μαράσλειο, ήταν δραστήριο κομματικό μέλος και είχε ιδρύσει κομματικούς πυρήνες ενώ η ίδια είχε μπει για τα καλά στον ρόλο της γυναίκας του αγωνιστή. Μιας και ο Δάσκαλος δεν έπαυε να παρακολουθεί και την εκπαιδευτική κίνηση της εποχής, σύντομα άρχισαν να παρελαύνουν από τις σελίδες του μυθιστορήματος μορφές όπως ο Δημήτρης Γληνός και ο Πέτρος Πικρός, με τους οποίους αλληλοεπηρέαστηκε έντονα η οικογένεια της Άννας, δεν έκαναν δηλαδή ένα απλό πέρασμα. Έτσι η κεντρική ηρωίδα της ιστορίας γίνεται κοινωνός και κινητήριος μοχλών πολλών γλωσσικών και ιστορικών εξελίξεων, σχεδόν άθελά της! Επιπλέον, νονός του Γιάννη ήταν ο Αλέξανδρος Δελμούζος ενώ η Άννα βρήκε κάποια στιγμή, μετά την πτώση του Πάγκαλου, δουλειά στην εγκυκλοπαίδεια Ελευθερουδάκη, «στη Μητροπόλεως 38», όπου ήταν μαζεμένη όλη η αφρόκρεμα της ελληνικής διανόησης του τότε, καατατρεγμένοι όλοι από τη δικτατορία του Πάγκαλου: Βάρναλης, Γληνός, Ιορδανίδης, Ποριώτης, Καρθαίος, Κορδάτος κ. ά. Γράφει χαρακτηριστικά η Μαρία Ιορδανίδου: «Μπράβο, Ελευθερουδάκη! Άνοιξε τις πόρτες του πλατιά το σπίτι της οδού Μητροπόλεως και όρμησαν μέσα, σαν τρα τρελά πουλιά, όλοι εκείνοι οι αξιόλογοι άνθρωποι» (σελ. 136).
Μου άρεσε πολύ ο τρόπος που χειρίστηκε το θέμα του κομμουνισμού η συγγραφέας. Χωρίς να φορά παρωπίδες και να υποστηρίζει έντονα τον κομμουνισμό, κατέγραψε με ακριβοδίκαιο τρόπο τα θετικά και τα αρνητικά αυτής της νοοτροπίας μέσω αστείων αλλά και σκληρών περιστατικών. Έχοντας μάλιστα προετοιμάσει τον αναγνώστη και κυρίως την Άννα ήδη από το προηγούμενο βιβλίο, τις «Διακοπές στον Καύκασο», όπου η Ρωσική επανάσταση έσκασε στα μούτρα όλου του κόσμου κι άρχισε η νέα αυτή τάξη πραγμάτων να κερδίζει έδαφος, εδώ δε λείπουν οι διαφορετικές εκφάνσεις του ίδιου συστήματος: ισότητα για όλους και ταυτόχρονα εσωτερική διχόνια με ανεδαφικά επιχειρήματα για διαγραφή όσων κρίνονταν ρηξικέλευθοι ή διαφωνούσαν. Δε γίνεται να μη γελάσεις με τον φανατισμό ορισμένων που βάφτισαν το παιδί τους Λένιν (ο παπάς δικαιολογήθηκε πως άκουσε το όνομα «Ελένη» κι ας ήταν το παιδί αρσενικό!) ούτε και να μην κλάψεις με τα εσωτερικά ξεκαθαρίσματα και την τυφλή υπακοή στις διαταγές του ανωτέρου! Ειδικά το κείμενο στη σελίδα 138 είναι λεπτοδουλεμένο και ειλικρινέστατο: «Όσοι διαγράφονται βγαίνουν με ταμπέλα στο κούτελο. Ο ένας είναι λικβινταριστής, ο άλλος φραξιονιστής, ο άλλος αρχειομαρξιστής και όλοι μαζί είναι τροτσκιστές. Ανήκουν στη διεθνή τροτσκιστική αντιπολίτευση γιατί δε συμφωνούν και αντιδρούν στη θέληση του Στάλιν». Μύλος!
Πώς θα χειριστεί λοιπόν η Άννα τη νέα τους ζωή; Τι θα συμβεί στον Δάσκαλο όταν ενταθεί το κυνηγητό των κομμουνιστών; Πώς θα επιζήσει η Άννα στο εξίσου νεόδμητο Ελληνικό; Πόσο πολύ επηρεάζουν και επηρεάζονται οι άνθρωποι από τα ιστορικά γεγονότα; Το «Σαν τα τρελά πουλιά» είναι κατ’ εμέ από τα καλύτερα ως τώρα της σειράς βιβλίων της Μαρίας Ιορδανίδου, λόγω της οξυδέρεκιας της δημιουργού, της πληθώρας πληροφοριών και μαρτυριών για μια Αθήνα που χάθηκε ανεπιστρεπτί, της εξισορροπημένης δόσης γέλιου και κλάματος και κυρίως για την αισιοδοξία που διαπνέει κάθε σελίδα έστω κι αν αυτή δε φαίνεται τόσο έντονα αλλά υποβόσκει. Το μυθιστόρημα σταματά με την εισβολή των Ιταλών στην Ελλάδα και την Άννα με την Κλειώ να έχουν μια εξαιρετικά συγκνιητική σκηνή:
«-Τι λες, μπρε παιδί μου, για πότε πέρασαν τα χρόνια! –Τα χρόνια δεν πέρασαν, μάνα μου, τα χρόνια δεν περνούνε»...Τα χρόνια στέκουνται. Εμείς περνούμε» (σελ. 177).
Την Λωξάντρα την λάτρεψα πραγματικά! Σίγουρα κάποια στιγμή θα την ξαναδιαβάσω.. Το συγκεκριμένο όμως νομίζω πως ήταν πολύ σύντομο για την χρονική περίοδο που κάλυπτε. Ξέρω πως η Ιορδανίδου είχε την πρόθεση να γράψει μια νουβέλα για την ζωή της εγγονής της Λωξάντρας την Άννα, αλλά δεν νομίζω ότι κάποιος μπορεί να περιγράψει επαρκώς ξεσηκωμούς, πολέμους, μεταναστεύσεις, γάμους, γέννες, θανάτους, μια ζωή ολόκληρη σε 177 σελίδες. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να περιγράφονται τα γεγονότα πολύ γρήγορα και έτσι δεν απόλαυσα το βιβλίο και την γραφή όσο θα ήθελα..
“Como pájaros atolondrados” es la novela que cierra la trilogía, junto con las novelas “Loxandra” y “Vacaciones en el Cáucaso”, de María Iordanidu. Estas tres novelas narran momentos biográficos de la escritora griega. En particular, en esta tercera novela Ana, la protagonista, viaja de Rusia a Constantinopla, Egipto y Grecia, en una época de guerras y ocupaciones. María Iordanidu es una escritora con una sensibilidad exquisita y he disfrutado mucho este libro. Encontraré a faltar a Loxandra, a Klío y a Ana.
“… Los años no pasaron, mamá, los años no pasan. (…) Los años se quedan. Nosotros pasamos.”
Ένα βιβλίο που κυλάει σαν γάργαρο νερό, ο χρόνος του και τα λόγια του. Περνούν και μέσα από τις σελίδες του λογοτέχνες του καιρού τους. Αν και ουσιαστικά είναι το τέλος μιας τριλογίας με αφετηρία την Λωξάντρα, διαβάζεται άνετα χωρίς την γνώση των υπολοίπων. Και καθ' ότι ανάποδος άνθρωπος ξεκίνησα από το τέλος για να πάω στην αρχή και νομίζω θέμα δεν υπάρχει, δεν το βλέπω τουλάχιστον. Ωραία ξεκίνησε το 2021 με τα αναγνώσματα!
Αν θεωρηθεί το τρίτο μέρος της Λωξάντρας, θα αδικηθεί από τη σύγκριση. Ως εκ τούτου, θα το αξιολογήσω σαν να έχει μια χαλαρή σχέση μαζί της. Καλό και ενδιαφέρον, κάπως αποσπασματικό και συνοπτικό σε ορισμένα σημεία, αυτοβιογραφικό, με κριτική ματιά, που την επιτρέπει η αποστασιοποίηση και η πλήρης ωριμότητα της Ιορδανίδου. Αυτό που μενει είναι οι τρεις χαμένοι παράδεισοι για την Άννα-Ιορδανίδου: Πόλη, Αλεξάνδρεια, Ελληνικό. Αλλά αυτή δεν είναι τελικά η ζωή των περισσότερων ανθρώπων; 3+.
(4/5) • Primer libro que leo de esta conocida autora griega, aunque para mí desconocida hasta ahora. Y me ha gustado mucho.
🗯️Ana por fin puede volver a casa tras muchos años en Rusia. La vida es caprichosa y una nunca sabe cuando una guerra la separará de su familia y de todo lo que conoce.🗯️
A medio camino entre biografía y ficción, la autora recrea, con mucho humor, las andanzas y desventuras de la joven Ana de regreso a su hogar, a su tierra.
Abarca varios años de la vida de Ana, en la que hasta se enamora, se casa y es madre; con lo que Ana vuelve a vivir los comienzos de otra próxima y cercana guerra, pero también los de una revolución.
Ya junto a su madre y su tía, Ana debe buscarse la vida de nuevo. Algo que le resulta fácil dado su desparpajo y lo que ya lleva vivido. A Ana le persigue la excentricidad y las situaciones curiosas, a lo que ayuda también (y mucho) la curiosa gente que va conociendo.
Una lectura muy amena, que se lee en nada y se disfruta mucho.
Hay un par de libros más de esta autora, anteriores al que he leído, que me atraen mucho y me he anotado: «Vacaciones en el Cáucaso», protagonizado también por Ana pero unos años antes, a las puertas de la Primera Guerra Mundial, y «Loxandra», protagonizado por la abuela de Ana. • ¿Qué encontraréis en este libro? La vida entre dos guerras. • Erratas encontradas: 0 (#CeroNuloNegativoConjuntoVacío) 🎉🎉 • FRASES SUBRAYADAS: ➰«"¿Qué significa ser rico, mi Manoliós?", solía decir Agathó. Y, solita, se respondía: "Saber contentarse con poco"». ➰«[…] que mal rayo parta también al tal petróleo porque pone el mundo patas arriba». ➰«Tampoco la risa por las noches en la cocina tenía fin. Y cuando entra la risa, detrás llega la alegría». ➰«Qué divertido sería si no fuera de llorar» (Pushkin). ➰«[…] los años no pasan. […] Los años se quedan. Nosotros pasamos». • Lectura para 4 de los #24retosdelectura: 6.- Novela donde aparezca alguna receta 9.- Novela que tenga algo autobiográfico 17.- Mujer protagonista 23.- Novedad 2023 • #LeoYComparto #bookish #DimeUnLibro #bookaholic #booklover #instalibros #bookworm #bookstagram #Acantilado #EditorialAcantilado #LeoAutoras #Libros #BlogLoQueLeo #MisLecturas #Babelio #MasaCrítica #MasaCríticaBabelio • #ComoPájarosAtolondrados @acantiladoeditorial #MaríaIordanidu / #ColecciónNarrativaDelAcantilado / Traducción: #SelmaAncira
Συνέχεια της περιπλάνησης της ηρωίδας του «Διακοπές στον Καύκασο», με το σκηνικό να μεταφέρεται αυτή τη φορά στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και έπειτα στην Αθήνα. Στην ουσία ειναι η αφήγηση της ζωής της συγγραφέως, κάτω από το προσωπείο της «Άννας». Μυθιστορηματική και περιπετειώδης η ζωή της, μικρή η λογοτεχνική αξία. Αν μπορεί ο σύγχρονος αναγνώστης να αποκομίσει κάτι, περαν της ενδιαφέρουσας ιστορίας, αυτό ειναι το μήνυμα για τη γυναικεία χειραφέτηση.
Novela histórica de 173 páginas, publicada en 1980. Con este título se cierra la trilogía "Loxandra", que contiene momentos autobiográficos de la autora. He vuelto a disfrutar de su exquisita pluma y me ha hecho viajar por Alejandría, Atenas y por los acontecimientos históricos ocurridos en el período de entre guerras. Además, endulzada con tiernos momentos de humor que reducen la esencia dramática de la narración y la hace mucho más humana. De lectura muy recomendada.
Στο κλασικό σχεδόν παραληρηματικό (ευχάριστα) στυλ της Ιορδανίδου, αλλά χωρίς τη Largedr than life περσόνα της Λωξάντρας. Διαβάζεται ευχάριστα, αλλά δείχνει πλέον παρωχημένο.
Εξαιρετικό! Όπως πάντα η γραφή της Μαρίας Ιορδανίδου ρέει και σε τυλίγει σε μία μαμαδίστικη αγκαλιά. Ν��ώθεις λες και διαβάζεις κάτι τόσο οικείο και γνώριμο αλλά ταυτόχρονα ανακουφιστικό, χωρίς να καταλάβεις πως έφτασες στο τέλος του βιβλίου.
Novela costumbrista, muy bien escrita, poesía pura, tercera y última de una serie autobiográfica de esta escritora "bizantina". Constantinopla, el Cairo y Atenas en el periodo entreguerras.
Η Μαρία Ιορδανίδου έχει έναν χαρακτηριστικό τρόπο να μας μεταφέρει πίσω στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα με λαογραφικά στοιχεία που υπάρχουν στα βιβλία της και φτιάχνουν τοιχογραφία μιας εποχής.Χαρακτήρες καθημερινοί κι απλοί άνθρωποι που συχνά νιώθεις ότι βρίσκεσαι εκεί μαζί τους.Παρ'όλα αυτά το συγκεκριμένο βιβλίο το βρήκα κάπως υποδεέστερο από τη Λωξάντρα.